διαπραγματεύομαι
51παζαρεύω — παζάρεψα, συζητώ προσπαθώντας να πετύχω συμφωνία για την αγορά, πώληση ή τους όρους μιας σύμβασης, διαπραγματεύομαι: Παζαρεύω την πούληση του καπνού …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
52διαπεπραγμάτευμαι — διαπεπρᾱγμάτευμαι , διαπραγματεύομαι discuss perf ind mp 1st sg …
53διαπεπραγμάτευται — διαπεπρᾱγμάτευται , διαπραγματεύομαι discuss perf ind mp 3rd sg …
54διεπραγματεύετο — διεπρᾱγματεύετο , διαπραγματεύομαι discuss imperf ind mp 3rd sg …
55διεπραγματεύθη — διεπρᾱγματεύθη , διαπραγματεύομαι discuss aor ind mp 3rd sg …
56διεπραγματεύοντο — διεπρᾱγματεύοντο , διαπραγματεύομαι discuss imperf ind mp 3rd pl …
57διεπραγματεύσαντο — διεπρᾱγματεύσαντο , διαπραγματεύομαι discuss aor ind mp 3rd pl …
58διεπραγματεύσατο — διεπρᾱγματεύσατο , διαπραγματεύομαι discuss aor ind mp 3rd sg …