διαπραγματεύομαι
31δικολογιούμαι — και δικολογιέμαι [δικολογιά] 1. γίνομαι δικός, συγγενής σε κάποιον 2. διαπραγματεύομαι να γίνω συγγενής, παντρολογιέμαι …
32καταπραγματεύομαι — και, κατά το λεξ. Σούδα, καταπραγματεύω (AM) 1. πιθ. εμπορεύομαι κάτι, επιζητώ κέρδος από κάτι ή, κατ άλλους, μεταχειρίζομαι διάφορα μέσα εναντίον κάποιου 2. μτφ. ασχολούμαι 3. διαπραγματεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πραγματεύομαι… …
33κουβεντιάζω — [κουβέντα] 1. συνομιλώ, συζητώ 2. διαπραγματεύομαι κάτι, τό συζητώ με κάποιον λεπτομερώς 3. καθοδηγώ, δασκαλεύω («τόν έχουν κουβεντιάσει, γι αυτό άλλαξε στάση απέναντί μου») 4. κακολογώ, σχολιάζω δυσμενώς, επικρίνω («τόν κουβεντιάζει όλο το χωριό …
34μνώμαι — μνώμαι, άομαι (Α) 1. σκέπτομαι κάτι, συλλογίζομαι κάποιον («μνώοντ ὀλοοῑο φόβοιο», Ομ. Ιλ.) 2. στρέφω την προσοχή μου σε κάτι («οἱ δ ἄλλοι φύγαδε μνώοντο ἕκαστος;», Ομ. Ιλ.) 3. επιδιώκω να κερδίσω την αγάπη γυναίκας 4. ζητώ γυναίκα σε γάμο 5.… …
35ντήλερ — ο, η άκλ. άτομο που έχει ως επάγγελμα να αγοράζει σε μεγάλες ποσότητες διάφορα προϊόντα και να τά πουλάει αφού προηγουμένως τά παρουσιάσει σε σπίτια, μεταπωλητής, προμηθευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. dealer «προμηθευτής» < deal «διαπραγματεύομαι,… …
36παντρολογώ — έω και άω 1. διαπραγματεύομαι τη σύναψη γάμου μεταξύ δύο προσώπων, προξενεύω 2. μέσ. παντρολογιούμαι και παντρολογιέμαι και παντρολογούμαι επιδιώκω να παντρευτώ, ψάχνω να βρω σύζυγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντρειά + λογώ*] …
37πεπαρεύσιμος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «εὔφραστος, σαφής». [ΕΤΥΜΟΛ. < απρμφ. αορ. πεπαρεῖν* + εύσιμος, αναλογικά προς τα επίθ. σε ιμος από ρ. σε εύω (πρβλ. διαπραγματεύομαι: διαπραγμάτευσις: διαπραγματεύσιμος)] …
38περιεργάζομαι — ΝΜΑ, και περιεργάζω Μ [περίεργος] ερευνώ, εξετάζω προσεκτικά (α. «περιεργάζομαι το κόσμημα» β. «κάλλη γυναικῶν περιεργαζομένῃ», Ιωάνν. Χρυσ.) μσν. ενεργ. περιεργάζω αναζητώ προσεκτικά μσν. αρχ. 1. κοπιάζω υπερβολικά, καταγίνομαι σε κάτι με πολύ… …
39πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το …
40πραγματεύομαι — ΝΜΑ, και ιων. τ. πρηγ ματεύομαι, Α [πράγμα, ατος] 1. ασχολούμαι με κάτι 2. διαπραγματεύομαι (α. «νουθετώντας να τά πραγματευθούν με φρονιμάδα» Αραθ. Μυθ. β. «εἶπε πρὸς αὐτούς πραγματεύσασθαι ἐν ᾦ ἔρχομαι», ΚΔ) νεοελλ. εξετάζω ένα θέμα προσεχτικά …