διαπραγματεύομαι
21επικηρυκεύομαι — ἐπικηρυκεύομαι (Α) (αποθ.) 1. αναγγέλλω, γνωστοποιώ με κήρυκα 2. αναγγέλλω δημόσια 3. διαπραγματεύομαι με αντιπροσώπους («αὐτίκα τε ἐπεκηρυκεύοντο πρὸς Παυσανίην οἱ Θηβαῑοι θέλοντες ἐκδιδόναι τοὺς ἄνδρας», Ηρόδ.) 4. διαπραγματεύομαι με πρέσβεις… …
22παζαρεύω — [παζάρι] 1. διαπραγματεύομαι την τιμή ενός εμπορεύματος προκειμένου να επιτύχω την πιο συμφέρουσα 2. συζητώ τους όρους σύμβασης ή συμφωνίας («οι σύμμαχοι παζαρεύουν ακόμα τη συνθήκη ειρήνης») 3. μτφ. διαπραγματεύομαι για να πετύχω περισσότερα ή… …
23веществовати — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (διαπραγματεύομαι), промышлять, снискивать; жити веществоваше …
24αγορολογώ — και άω 1. ασχολούμαι, δαπανώ πολύ χρόνο με την αγορά διαφόρων πραγμάτων 2. διαπραγματεύομαι την αγορά πραγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγορά + παραγωγική κατάληξη λογώ] …
25αδιαπραγμάτευτος — η, ο [διαπραγματεύομαι] αυτός για τον οποίο δεν έγιναν διαπραγματεύσεις …
26διακηρυκεύομαι — (AM) διαπραγματεύομαι με τη βοήθεια κήρυκα μσν. διακηρυκεύομαι και διακηρυκεύω διακηρύσσω …
27διακηρύσσω — και ττω (AM διακηρύσσω και ττω) διαλαλώ, γνωστοποιώ δημόσια με κήρυκα μσν. νεοελλ. 1. αναγγέλλω εγγράφως ή μέσω τού Τύπου 2. διαδίδω κάτι επαναλαμβάνοντάς το συνεχώς αρχ. 1. πουλώ σε δημοπρασία 2. μέσ. διακηρύσσομαι και ττομαι διαπραγματεύομαι… …
28διαλέγομαι — (AM διαλέγομαι) συνομιλώ, συνδιαλέγομαι, συζητώ αρχ. 1. συσκέπτομαι 2. διαπραγματεύομαι 3. μιλώ δημόσια 4. συναστρέφομαι 5. σκέπτομαι, διαλογίζομαι 6. (για γλώσσα ή διάλεκτο) μιλώ, μεταχειρίζομαι 7. γράφω σε πεζό λόγο 8. (στους Σωκρατικούς)… …
29διαπράττω — (Α διαπράττω και διαπράσσω) 1. εκτελώ, αποπερατώνω 2. νεοελλ. (για άνοστο ή τετριμμένο λογοπαίγνιο) «τό διέπραξε πάλι» αρχ. 1. διέρχομαι, περνώ 2. αποπερατώνω, ολοκληρώνω 3. (με απαρέμφατο) κατορθώνω ώστε... 4. μέσ. πετυχαίνω κάτι, αποσπώ από… …
30διεξέρχομαι — (AM διεξέρχομαι) [εξέρχομαι] 1. διαβαίνω, περνώ ανάμεσα 2. (για βιβλία, έγγραφα κ.λπ.) μελετώ απ την αρχή ώς το τέλος 3. διαπραγματεύομαι ένα θέμα με κάθε λεπτομέρεια μσν. υποστηρίζω αρχ. 1. υπομένω πόνους 2. (με την προθ. δια) α) περνώ διαδοχικά …