διαπραγματεύομαι
11διαπραγματευσάμενοι — διαπραγματεύομαι discuss aor part mp masc nom/voc pl διαπρᾱγματευσάμενοι , διαπραγματεύομαι discuss aor part mp masc nom/voc pl …
12διαπραγματευσάμενος — διαπραγματεύομαι discuss aor part mp masc nom sg διαπρᾱγματευσάμενος , διαπραγματεύομαι discuss aor part mp masc nom sg …
13διαπραγματευσώμεθα — διαπραγματεύομαι discuss aor subj mp 1st pl διαπρᾱγματευσώμεθα , διαπραγματεύομαι discuss aor subj mp 1st pl …
14διαπραγματευόμενοι — διαπραγματεύομαι discuss pres part mp masc nom/voc pl διαπρᾱγματευόμενοι , διαπραγματεύομαι discuss pres part mp masc nom/voc pl …
15διαπραγματευόμενος — διαπραγματεύομαι discuss pres part mp masc nom sg διαπρᾱγματευόμενος , διαπραγματεύομαι discuss pres part mp masc nom sg …
16διαπραγματεύεσθαι — διαπραγματεύομαι discuss pres inf mp διαπρᾱγματεύεσθαι , διαπραγματεύομαι discuss pres inf mp …
17διαπραγματεύεται — διαπραγματεύομαι discuss pres ind mp 3rd sg διαπρᾱγματεύεται , διαπραγματεύομαι discuss pres ind mp 3rd sg …
18διαπραγματεύονται — διαπραγματεύομαι discuss pres ind mp 3rd pl διαπρᾱγματεύονται , διαπραγματεύομαι discuss pres ind mp 3rd pl …
19διαπραγματεύσασθαι — διαπραγματεύομαι discuss aor inf mp διαπρᾱγματεύσασθαι , διαπραγματεύομαι discuss aor inf mp …
20διαπραγματεύσοιο — διαπραγματεύομαι discuss fut opt mp 2nd sg διαπρᾱγματεύσοιο , διαπραγματεύομαι discuss fut opt mp 2nd sg …