διαπορήσῃ

  • 1διαπόρηση — η (Α διαπόρησις, εως) [διαπορώ] δυσχέρεια, αδυναμία αρχ. 1. απορία, διαπόρημα 2. ρητορικό σχήμα με το οποίο διατυπώνεται προσποιητή απορία για γνωστό θέμα …

    Dictionary of Greek

  • 2διαπορήσῃ — διαπορήσηι , διαπόρησις doubting fem dat sg (epic) διαπορέω to be quite at a loss aor subj mid 2nd sg διαπορέω to be quite at a loss aor subj act 3rd sg διαπορέω to be quite at a loss fut ind mid 2nd sg διαπορέω to be quite at a loss aor subj mid …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)