διαπιστευτήρια

  • 1διαπιστευτήρια — Το έγγραφο με το οποίο ορίζεται διπλωμάτης ή πρόξενος σε ξένη χώρα. Η κυβέρνηση μιας χώρας παραχωρεί στους διπλωματικούς της αντιπροσώπους δ. για να έχουν το δικαίωμα άσκησης διπλωματίας στην ξένη χώρα. Όταν λήξει η διπλωματική αποστολή ή όταν… …

    Dictionary of Greek

  • 2διαπιστευτήριο — το 1. δελτίο ταυτότητας 2. στον πληθ. τα διαπιστευτήρια έγγραφο με το οποίο μια κυβέρνηση εφοδιάζει τους διπλωματικούς αντιπροσώπους της σε άλλη χώρα προκειμένου να γίνει η επίσημη διαπίστευση. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξέν. όρου (πρβλ. γαλλ. lettres… …

    Dictionary of Greek

  • 3αλληλογραφία — Η ανταπόκριση που γίνεται με την ανταλλαγή επιστολών ή εγγράφων· η επιστολογραφία. Η α. αποτελεί ένα από τα αρχαιότερα μέσα επικοινωνίας και καλύπτει τη στοιχειώδη ανάγκη των ανθρώπων για αμοιβαία ενημέρωση και πληροφόρηση. Σε ό,τι αφορά την… …

    Dictionary of Greek

  • 4γράμμα — το (AM γράμμα) [γράφω] Ι. 1. οτιδήποτε έχει γραφεί 2. σύμβολο τού αλφαβήτου 3. επιστολή 4. ανάγνωση διάβασμα II. στον πληθ. γράμματα, τα 1. η γραφή 2. η μόρφωση, η παιδεία 3. (τα Ιερά) Γράμματα η Αγία Γραφή 4. ο Δεκάλογος 5. κατάστιχο 6. φρ.… …

    Dictionary of Greek

  • 5διπλωματία — Με τον όρο δ. εννοείται το σύνολο των κανόνων, μέσων και συνηθειών που χρησιμοποιούν τα κράτη για να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Υπό ευρεία έννοια, η δ. χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατική οργάνωση που ελέγχει και ερμηνεύει αυτούς τους κανόνες… …

    Dictionary of Greek

  • 6πρόξενος — Άμισθος ή έμμισθος κρατικός υπάλληλος, ο οποίος εδρεύει μόνιμα στο έδαφος αλλοδαπού κράτους, με τη συγκατάθεση του τελευταίου, και έχει ως αποστολή να εξυπηρετεί τα συμφέροντα ή να διεκπεραιώνει υποθέσεις των πολιτών του κράτους που εκπροσωπεί ή… …

    Dictionary of Greek

  • 7Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …

    Dictionary of Greek

  • 8διαπιστευτήριο — το έγγραφο διορισμού διπλωματικού αντιπροσώπου μιας χώρας που επιδεικνύεται στον αρχηγό του κράτους όπου στέλνεται: Ο πρέσβης επέδωσε τα διαπιστευτήριά του στον πρόεδρο της δημοκρατίας …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 9επιδίδω — και επιδίνω επέδωσα, επιδόθηκα, επιδομένος, ως μτβ. 1. δίνω κάτι σε κάποιον, του το παραδίνω στο χέρι: Επέδωσα την επιστολή. 2. κοινοποιώ επίσημα κάποιο έγγραφο στην αρμόδια αρχή: Ο πρεσβευτής επέδωσε τα διαπιστευτήριά του. Ως αμτβ. 3. σπν.,… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 10πρεσβευτής — πρεσβευτής, ο και πρέσβης, ο ο αναγνωρισμένος αντιπρόσωπος ενός κράτους σε ξένη χώρα: Έφτασε στην Αθήνα και έδωσε τα διαπιστευτήριά του ο νέος πρεσβευτής της Γαλλίας …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)