διανταία
1διανταία — διανταί̱ᾱ , διανταῖος extending throughout fem nom/voc/acc dual διανταί̱ᾱ , διανταῖος extending throughout fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2διανταίᾳ — διανταί̱ᾱͅ , διανταῖος extending throughout fem dat sg (attic doric aeolic) …
3επικλώθω — (Α ἐπικλώθω) [κλώθω]. 1. κλώθω, γνέθω 2. (για τις Μοίρες που κλώθουν το νήμα τής ζωής) προκαθορίζω, προαποφασίζω, προδιαγράφω («τοῡτο γὰρ λάχος διανταία Μοῑρ’ ἐπέκλωσεν ἐμπέδως ἔχειν», Αισχύλ.) 3. (για θεούς) δίνω, παρέχω, προσφέρω («ἀλλ’ οὔ μοι… …