διανοούμενον

  • 1διανοούμενον — διανοέομαι have in mind pres part mp masc acc sg (attic epic doric) διανοέομαι have in mind pres part mp neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) διανοέομαι have in mind pres part mp masc acc sg (attic epic doric) διανοέομαι have in mind pres part… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2επικελεύω — ἐπικελεύω (Α) ενθαρρύνω, παροτρύνω, προτρέπω (α. «ἐγὼ δ’ ἐπεκέλευσά σοι», Ευρ. β. «καὶ ὁ ἐπικελεύσας τὸν μὴ διανοούμενον», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κελεύω «παρακινώ, προτρέπω»] …

    Dictionary of Greek