διανέμω
1διανέμω — in D. pres subj act 1st sg διανέμω in D. pres ind act 1st sg διᾱνέμω , διανεμόομαι flutter in the wind imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) διανεμόομαι flutter in the wind pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) διανεμόομαι flutter in the wind… …
2διανέμω — διανέμω, διένειμα βλ. πίν. 125 …
3διανεμῶ — διανέμω in D. fut ind act 1st sg (attic epic doric) διανεμόομαι flutter in the wind pres subj act 1st sg διανεμόομαι flutter in the wind pres ind act 1st sg …
4διανέμω — (AM διανέμω) [νέμω] 1. μοιράζω, διανέμω, κατανέμω 2. επιδίδω, δίνω στους παραλήπτες (έγγραφα, προσκλητήρια κ.λπ.) αρχ. 1. παρέχω κατ αναλογίαν 2. διαιρώ, χωρίζω σε τμήματα 3. ταξινομώ, τακτοποιώ …
5διανέμω — διένειμα, διανεμήθηκα, διανεμημένος, επιδίδω, διαμοιράζω κάτι σε πολλούς: Ο ταχυδρόμος διανέμει την αλληλογραφία καθημερινά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6διανενεμημένα — διανέμω in D. perf part mp neut nom/voc/acc pl διανενεμημένᾱ , διανέμω in D. perf part mp fem nom/voc/acc dual διανενεμημένᾱ , διανέμω in D. perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …
7διανέμετε — διανέμω in D. pres imperat act 2nd pl διανέμω in D. pres ind act 2nd pl διανέμω in D. imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …
8διανέμῃ — διανέμω in D. pres subj mp 2nd sg διανέμω in D. pres ind mp 2nd sg διανέμω in D. pres subj act 3rd sg …
9διανειμαμένων — διανέμω in D. aor part mid fem gen pl διανέμω in D. aor part mid masc/neut gen pl …
10διανειμάμενον — διανέμω in D. aor part mid masc acc sg διανέμω in D. aor part mid neut nom/voc/acc sg …