διαμέλλησις
1διαμέλλησις — η διαμέλλησις ( εως) (Α) [μέλλησις] 1. αναβολή 2. επιβράδυνση …
2διαμελλήσει — διαμέλλησις postponement fem nom/voc/acc dual (attic epic) διαμελλήσεϊ , διαμέλλησις postponement fem dat sg (epic) διαμέλλησις postponement fem dat sg (attic ionic) διαμέλλω to be always going aor subj act 3rd sg (epic) διαμέλλω to be always… …
3διαμελλήσεσι — διαμέλλησις postponement fem dat pl …
4διαμέλλησιν — διαμέλλησις postponement fem acc sg διαμέλλω to be always going pres subj mp 2nd sg (epic) διαμέλλω to be always going pres subj act 3rd sg (epic) …