διαμπάξ
1διαμπάξ — (Α) 1. πέρα ώς πέρα, από τη μια ώς την άλλη πλευρά ή άκρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + ανά + πάξ που μαρτυρείται στο ά παξ* (πρβλ. πήγνυμι, αλλά και διαμπερές)] …
2διαμπάξ — right through indeclform (adverb) …
3τραύμα — (Ιατρ.) Πρόσφατη κάκωση του δέρματος και των υποκείμενων ιστών εξαιτίας μηχανικής βίας σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος. Eπιφανειακά είναι τα τ. που αφορούν μόνο το δέρμα και τον υποδόριο ιστό, βαθιά ή σύνθετα αυτά που φτάνουν μέχρι τους… …
4ευθύβολος — η, ο και ευθυβόλος, ο (ΑΜ εὐθυβόλος και εὐθύβολος, ον) 1. αυτός που χτυπάει κατ ευθείαν, που πετυχαίνει τον στόχο, ο εύστοχος (α. «τὰς εὐθυβόλους ἐλεπόλεις» β. «τόξα εὔστοχα καὶ εὐθυβολώτατα») 2. ο επιτυχής, ο ακριβής («εὐθυβόλους στοχασμούς»,… …
5εφηλώνω — και εφηλώ (Α ἐφηλῶ, όω) [έφηλος] καρφώνω, προσηλώνω, καθηλώνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο αρχ. παθ. ἐφηλοῡμαι, όομαι α) καρφώνομαι στερεά β) μτφ. εγκαθίσταμαι οριστικά («τῶνδ ἐφήλωται τορῶς γόμφος διαμπάξ», Αισχύλ.) …
6προσελαύνω — Α [ἐλαύνω] 1. φέρνω, οδηγώ κάποιον ή κάτι προς ένα σημείο («προσελαύνειν τὸν ἵππον», Πλούτ.) 2. προωθώ, σπρώχνω προς ένα σημείο («προσελαύνειν τινὰ φιλοσοφίᾳ», Διογ. Λαέρ.) 3. προχωρώ ιππεύοντας, πλησιάζω σε ένα μέρος έφιππος (α. «ὡς δὲ προσήλασε …