διαμπερεῖς

  • 1διαμπερεῖς — διαμπερής piercing masc/fem acc pl διαμπερής piercing masc/fem nom/voc pl (attic epic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2τοπολογία — Ο κλάδος των μαθηματικών που μελετά γενικά τους τόπους στην ευρύτερη έννοια, είτε αυτοί είναι επιφάνειες, χώροι, σχήματα, σώματα ή αντικείμενα, στη στατική και αμετάβλητη μορφή τους, είτε υπόκεινται σε δυναμικές μεταβολές του σχήματός τους,… …

    Dictionary of Greek