διαμολύνω
1διαμολύνει — διαμολύ̱νει , διαμολύνω befoul with writing aor subj act 3rd sg (epic) διαμολύ̱νει , διαμολύνω befoul with writing pres ind mp 2nd sg διαμολύ̱νει , διαμολύνω befoul with writing pres ind act 3rd sg …
2μολύνω — (ΑΜ μολύνω) 1. ρυπαίνω, σπιλώνω, κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω («πηλῷ μολύνοντες... καὶ ξηραίνοντες ἑαυτούς», Αριστοτ.) 2. μτφ. διαφθείρω κάποιον ηθικά ή πνευματικά, εξαχρειώνω, εκφαυλίζω («ἡ συνείδησις αὐτῶν ἀσθενὴς οὖσα μολύνεται», ΚΔ) 3. (για ιερά …
3διαμολύνοντες — διαμολύ̱νοντες , διαμολύνω befoul with writing pres part act masc nom/voc pl …