διαμιμνῄσκομαι
1διαμιμνήσκομαι — (Α) 1. θυμάμαι, διατηρώ στη μνήμη μου 2. μνημονεύω, αναφέρω …
2διαμέμνησθε — διαμιμνήσκομαι perf imperat mp 2nd pl διαμιμνήσκομαι perf ind mp 2nd pl διαμιμνήσκομαι plup ind mp 2nd pl (homeric ionic) …
3διαμεμνήμεθα — διαμιμνήσκομαι perf ind mp 1st pl διαμιμνήσκομαι plup ind mp 1st pl (homeric ionic) …
4διαμεμνήσῃ — διαμιμνήσκομαι futperf ind mp 2nd sg διαμιμνήσκομαι futperf ind mid 2nd sg …
5διαμέμνησο — διαμιμνήσκομαι perf imperat mp 2nd sg διαμιμνήσκομαι plup ind mp 2nd sg (homeric ionic) …
6διαμεμνημένοι — διαμιμνήσκομαι perf part mp masc nom/voc pl …
7διαμεμνημένος — διαμιμνήσκομαι perf part mp masc nom sg …
8διαμεμνᾶσθαι — διαμιμνήσκομαι perf inf mp (epic doric aeolic) …
9διαμεμνῆσθαι — διαμιμνήσκομαι perf inf mp …
10διαμεμνήσεται — διαμιμνήσκομαι futperf ind mp 3rd sg …
- 1
- 2