διαμερισμός
1διαμερισμός — division masc nom sg …
2διαμερισμός — ο (AM διαμερισμός) [διαμερίζω] κατανομή, διανομή, διαμοιρασμός αρχ. ασυμφωνία, έχθρα …
3διαμερισμοί — διαμερισμός division masc nom/voc pl …
4διαμερισμοῦ — διαμερισμός division masc gen sg …
5διαμερισμῶν — διαμερισμός division masc gen pl …
6διαμερισμῷ — διαμερισμός division masc dat sg …
7διαμερισμόν — διαμερισμός division masc acc sg …
8αυτανάφλεξη — Φαινόμενο κατά το οποίο σε μερικά σώματα αυξάνεται αυτόματα η θερμοκρασία εξαιτίας χημικών αντιδράσεων που συντελούνται μέσα σε αυτά και οξειδώνονται από το οξυγόνο του ατμοσφαιρικού αέρα, με αποτέλεσμα να σημειωθεί ανάφλεξη, χωρίς βέβαια καμιά… …
9κατανομή — η (Α κατανομή) [κατανέμω] νεοελλ. το μοίρασμα, ο διαμερισμός («δίκαιη κατανομή τού εθνικού προϊόντος») αρχ. η νομή, η βοσκή …
10ρεπαρτιμιέντο — το, Ν σύστημα μέσω τού οποίου το ισπανικό Στέμμα επέτρεπε σε αποίκους τής ισπανικής Αμερικής να στρατολογούν με τη βία Ινδιάνους εργάτες, αλλ. μίτα ή κουατεκίλ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. repartimiento «διαμερισμός, διανομή»] …
- 1
- 2