-
1 διαμαρτύρομαι
[дьямартиромэ] р. протестовать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διαμαρτύρομαι
-
2 протестовать
-тую -туешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. протестовавши, βρ: -ван, -а, -оρ.δ.1. διαμαρτύρομαι•протестовать против насилия διαμαρτύρομαι κατά της βίας.
2. ρ.δ.κ.σ. (οικον.) διαμαρτυρώ (συναλλαγματική κ.τ.τ.).διαμαρτύρομαι (για συναλλαγματική κ.τ.τ.). -
3 протест
протест м η διαμαρτυρία* заявить \протест υποβάλλω διαμαρτυρία, διαμαρτύρομαι* * *мη διαμαρτυρίαзаяви́ть проте́ст — υποβάλλω διαμαρτυρία, διαμαρτύρομαι
-
4 протестовать
-
5 протест
протестм ἡ διαμαρτυρία:демонстрация \протеста ἡ διαδήλωση διαμαρτυρίας· выступать с \протестом διαμαρτύρομαι· заявить \протест против чего́-л. διαμαρτύρομαι κατά. -
6 запротестовать
-тую, -туешьρ.σ.διαμαρτύρομαι. || αρχίζω να διαμαρτύρομαι. -
7 жаловаться
жаловаться παραπονιέμαι \жаловаться на здоровье παραπονιέμαι για την υγεία μου \жаловаться на кого-л. παραπονιέμαι (или δια μαρτύρομαι) για κάποιον* * *жа́ловаться на здоро́вье — παραπονιέμαι για την υγεία μου
жа́ловаться на кого́-л. — παραπονιέμαι ( или διαμαρτύρομαι) για κάποιον
-
8 заивлять
заив||ля́тьнесов1. δηλώνω:\заивлятьлять о своем желании ἐκδηλώνω (или ἐκφράζω) τήν ἐπιθυμία· \заивлятьля́ть протест διαμαρτύρομαι· \заивлятьлять свой права на что-л. προβάλλω τά δικαιώματα μου·2. (сообщать) καταθέτω δήλωση:\заивлятьлять в милицию о краже κάνω μήνυση στήν ἀστυνομία γιά κλοπή. -
9 запротестовать
запротестоватьсов διαμαρτύρομαι (κατά). -
10 протестовать
протестоватьнесов διαμαρτύρομαι. -
11 запротестовать
[ζαπρατισταβάτ’] ρ. διαμαρτύρομαι -
12 протестовать
[πρατισταβάτ*] ρ. διαμαρτύρομαι -
13 запротестовать
[ζαπρατισταβάτ’] ρ διαμαρτύρομαι -
14 протестовать
[πρατισταβάτ'] ρ διαμαρτύρομαι -
15 дыбы
στην έκφραση: на дыбы (встать, подняться κ.τ.τ.)• α) σηκώνομαι στα πισινά πόδια, β) κάθετα, γ) μτφ. αντιτίθεμοα, ξεσηκώνομαι ενάντια, διαμαρτύρομαι• προβάλλω το εγώ μου. -
16 заявить
-явлю--явишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заявленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.1. δηλώνω•заявить о своём согласии δηλώνω οτι συμφωνώ.
ρ.μ. παλ. εμφανίζω, παρουσιάζω, δείχνω. || εκδηλώνω•заявить протест διαμαρτύρομαι•
-о своём желании εκδηλώνω την επιθυμία•
свой права на что-л. προβάλλω δικαιώματα σε κάτι•
он -ил мне своё намерение ή о своём намерении αυτός μου εκμυστηρεύτηκε (φανέρωσε)τις διαθέσεις του.
2. αναφέρω• καταθέτω•он -ил в милицию о происшествии αυτός ανάφερε στην αστυνομία για το συμβάν.
εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, έρχομαι.
См. также в других словарях:
διαμαρτύρομαι — διαμαρτύρομαι, διαμαρτυρήθηκα βλ. πίν. 151 Σημειώσεις: διαμαρτύρομαι : δες σημείωση για διαμαρτυρούμαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διαμαρτύρομαι — διαμαρτύ̱ρομαι , διαμαρτύρομαι call gods and men to witness aor subj mp 1st sg (epic) διαμαρτύ̱ρομαι , διαμαρτύρομαι call gods and men to witness pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμαρτύρομαι — (AM διαμαρτύρομαι) [μαρτύρομαι] 1. διατυπώνω προφορική ή γραπτή ένσταση για λόγια ή πράξεις άλλου ή άλλων, που, κατά τη γνώμη μου, με ζημίωσαν ηθικά ή υλικά 2. εξανίσταμαι, εξεγείρομαι, ξεσπώ σε διαμαρτυρίες αρχ. 1. επικαλούμαι ως μάρτυρες θεούς… … Dictionary of Greek
διαμαρτύρομαι — διαμαρτυρήθηκα, εκφράζω έντονα την αντίθεσή μου, την αποδοκιμασία μου, για αδικία που μου γίνεται: Διαμαρτυρήθηκα έντονα για την καθυστέρηση της αμοιβής μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαμαρτυρεῖ — διαμαρτύρομαι call gods and men to witness aor subj mp 3rd sg (epic) διαμαρτῠρεῖ , διαμαρτύρομαι call gods and men to witness fut ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) διαμαρτυρέω use a pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) διαμαρτυρέω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμαρτυρῇ — διαμαρτύρομαι call gods and men to witness aor subj mp 3rd sg διαμαρτῠρῇ , διαμαρτύρομαι call gods and men to witness fut ind mp 2nd sg διαμαρτυρέω use a pres subj mp 2nd sg διαμαρτυρέω use a pres ind mp 2nd sg διαμαρτυρέω use a pres subj act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμαρτυρεῖς — διαμαρτύρομαι call gods and men to witness aor subj mp 2nd sg (epic) διαμαρτυρέω use a pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) διαμαρτυρέω use a pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμαρτυρησομένους — διαμαρτύρομαι call gods and men to witness fut part mp masc acc pl διαμαρτυρέω use a fut part mid masc acc pl διαμαρτυρέω use a fut part mid masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμαρτυροῦσι — διαμαρτύρομαι call gods and men to witness aor subj mp 3rd pl (epic) διαμαρτυρέω use a pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric) διαμαρτυρέω use a pres ind act 3rd pl (attic epic doric) διαμαρτυρέω use a pres part act masc/neut dat pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεμαρτύρησαν — διαμαρτύρομαι call gods and men to witness aor ind mp 3rd pl διαμαρτυρέω use a aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμαρτυρόμεθα — διαμαρτῡρόμεθα , διαμαρτύρομαι call gods and men to witness aor subj mp 1st pl (epic) διαμαρτῡρόμεθα , διαμαρτύρομαι call gods and men to witness pres ind mp 1st pl διαμαρτῡρόμεθα , διαμαρτύρομαι call gods and men to witness imperf ind mp 1st… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)