διαλογ-ή

  • 1συλλογέας — ο, / συλλογεύς, ΝΜΑ νεοελλ. συλλέκτης, αυτός που καταρτίζει συλλογή («συλλογέας πινάκων») μσν. αρχ. αυτός που συλλέγει, που συγκεντρώνει («τοὺς συλλογέας τῶν δεκατευομένων καρπῶν», Πολύαιν.) αρχ. (στην Αθήνα) αυτός που εισέπραττε τους φόρους,… …

    Dictionary of Greek