διαλογίζομαι
1διαλογίζομαι — balance accounts pres ind mp 1st sg διαλογίζομαι balance accounts pres ind mp 1st sg …
2διαλογίζομαι — διαλογίζομαι, διαλογίστηκα βλ. πίν. 34 …
3διαλογίζομαι — και διαλογιέμαι (AM διαλογίζομαι) [λογίζομαι] στοχάζομαι, συλλογίζομαι, σκέπτομαι αρχ. 1. ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς μου με κάποιον 2. διακρίνω, αντιδιαστέλλω 3. επιρρίπτω 4. εξετάζω με κριτικό πνεύμα …
4διαλογίζομαι — διαλογίστηκα, συλλογίζομαι, στοχάζομαι: Είναι άνθρωπος φιλοσοφημένος που διαλογίζεται με τις ώρες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5διαλογίζεσθε — διαλογίζομαι balance accounts pres imperat mp 2nd pl διαλογίζομαι balance accounts pres ind mp 2nd pl διαλογίζομαι balance accounts pres imperat mp 2nd pl διαλογίζομαι balance accounts pres ind mp 2nd pl διαλογίζομαι balance accounts imperf ind… …
6διαλογιζομένων — διαλογίζομαι balance accounts pres part mp fem gen pl διαλογίζομαι balance accounts pres part mp masc/neut gen pl διαλογίζομαι balance accounts pres part mp fem gen pl διαλογίζομαι balance accounts pres part mp masc/neut gen pl …
7διαλογιζόμεθα — διαλογίζομαι balance accounts pres ind mp 1st pl διαλογίζομαι balance accounts pres ind mp 1st pl διαλογίζομαι balance accounts imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) διαλογίζομαι balance accounts imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …
8διαλογιζόμενον — διαλογίζομαι balance accounts pres part mp masc acc sg διαλογίζομαι balance accounts pres part mp neut nom/voc/acc sg διαλογίζομαι balance accounts pres part mp masc acc sg διαλογίζομαι balance accounts pres part mp neut nom/voc/acc sg …
9διαλογίζομ' — διαλογίζομαι , διαλογίζομαι balance accounts pres ind mp 1st sg διαλογίζομαι , διαλογίζομαι balance accounts pres ind mp 1st sg …
10διαλογίζου — διαλογίζομαι balance accounts pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) διαλογίζομαι balance accounts pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) διαλογίζομαι balance accounts imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) διαλογίζομαι balance accounts… …