διαλέγω
1διαλέγω — pick out pres subj act 1st sg διαλέγω pick out pres ind act 1st sg …
2διαλέγω — διαλέγω, διάλεξα βλ. πίν. 21 …
3διαλέγω — και διαλέω (AM διαλέγω) κάνω επιλογή, επιλέγω νεοελλ. 1. (για λουλούδια, καρπούς) συλλέγω, συνάζω, μαζεύω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) διαλεγμένος εκλεκτός, διαλεχτός αρχ. 1. κάνω διάκριση, ξεχωρίζω 2. αποχωρίζω, διαχωρίζω 3. προσπαθώ να βρω …
4διαλέγω — διάλεξα, διαλέχτηκα, διαλεγμένος 1. επιλέγω τα καλύτερα ή προτιμότερα στοιχεία ενός συνόλου, κάνω εκλογή. 2. η μτχ., διαλεγμένος ξεχωριστός, επιλεγμένος, άριστος: Ο μανάβης μας έχει πάντοτε διαλεγμένα φρούτα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5διαλέγεσθον — διαλέγω pick out pres imperat mp 2nd dual διαλέγω pick out pres ind mp 3rd dual διαλέγω pick out pres ind mp 2nd dual διαλέγω pick out imperf ind mp 2nd dual (homeric ionic) …
6διαλέγεσθε — διαλέγω pick out pres imperat mp 2nd pl διαλέγω pick out pres ind mp 2nd pl διαλέγω pick out imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …
7διαλέγῃ — διαλέγω pick out pres subj mp 2nd sg διαλέγω pick out pres ind mp 2nd sg διαλέγω pick out pres subj act 3rd sg …
8διαλέξω — διαλέγω pick out aor subj act 1st sg διαλέγω pick out fut ind act 1st sg διαλέγω pick out aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …
9διαλεγομένων — διαλέγω pick out pres part mp fem gen pl διαλέγω pick out pres part mp masc/neut gen pl …
10διαλεγόμεθα — διαλέγω pick out pres ind mp 1st pl διαλέγω pick out imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …