διακριτικός
1διακριτικός — piercing masc nom sg …
2διακριτικός — ή, ό (AM διακριτικός, ή, όν) [διακρίνω] 1. αυτός που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να διακρίνει 2. εκείνος βάσει τού οποίου διακρίνεται ή ξεχωρίζει κάποιος μσν. νεοελλ. όποιος συμπεριφέρεται με διακριτικότητα, δεν γίνεται φορτικός,… …
3διακριτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει την ικανότητα να διακρίνει ή αυτός που ξεχωρίζει: Θα τον αναγνωρίσεις ανάμεσα στο πλήθος από το διακριτικό σημάδι στο μέτωπό του. 2. αυτός που συμπεριφέρεται με λεπτότητα και ευπρέπεια: Τον χαρακτηρίζει η… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4διακριτικά — διακριτικός piercing neut nom/voc/acc pl διακριτικά̱ , διακριτικός piercing fem nom/voc/acc dual διακριτικά̱ , διακριτικός piercing fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5διακριτικῶν — διακριτικός piercing fem gen pl διακριτικός piercing masc/neut gen pl …
6διακριτικόν — διακριτικός piercing masc acc sg διακριτικός piercing neut nom/voc/acc sg …
7διακριτικαί — διακριτικός piercing fem nom/voc pl …
8διακριτικοῖς — διακριτικός piercing masc/neut dat pl …
9διακριτικοί — διακριτικός piercing masc nom/voc pl …
10διακριτικοῦ — διακριτικός piercing masc/neut gen sg …