διακοσμητής
1διακοσμητής — ο θηλ., διακοσμήτρια αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με τη διακόσμηση χώρων: Είναι γνωστός, και γι’ αυτό ακριβοπληρωμένος, διακοσμητής εσωτερικών χώρων …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2διακοσμητής — ο (θηλ. διακοσμήτρια, η) 1. αυτός που διακοσμεί 2. αυτός που έχει ως επάγγελμα τη διακόσμηση χώρων και πραγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Π. Βράιλα] …
3πτεριστής — ὁ, Α πιθ. διακοσμητής, κεντητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν, εφόσον έχει τη σημ. «διακοσμητής»] …
4Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …
5Νέος Ρυθμός — Ρυθμός που επικράτησε σε ολόκληρη την Ευρώπη στην τελευταία δεκαετία του 19ου αι. και στις αρχές του 20ού κυρίως στον τομέα των εφαρμοσμένων τεχνών και της αρχιτεκτονικής. Ο Ν.Ρ., που είδε το φως στις «σετσεσιόν» του Μονάχου και της Βιέννης,… …
6Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …
7αρμοστήρ — ἁρμοστήρ, ο (Α) [αρμόζω] 1. το εργαλείο με το οποίο γίνεται η συναρμολόγηση 2. ο διακοσμητής …
8κοσμηματογράφος — ο 1. αυτός που ζωγραφίζει κοσμήματα 2. ο διακοσμητής τοίχων, οροφών, δαπέδων ή προσόψεων οικιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόσμημα + γράφος (< γράφω), πρβλ. επιστολο γράφος ιστοριο γράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στο περιοδικό σύγγραμμα Πανδώρα] …
9κοσμητής — Όρος ο οποίος, κατά την αρχαιότητα, χαρακτήριζε το πρόσωπο που ήταν υπεύθυνο για την τήρηση μιας καθορισμένης τάξης πραγμάτων. Έτσι, αποδιδόταν στον Δία ως επόπτη της τάξης στη φύση (Ζευς Κ.), ενώ ο Πλάτωνας ονόμαζε έτσι τον νομοθέτη στους Νόμους …
10ντεκορατέρ — ο άκλ. 1. καλλιτέχνης ειδικευμένος στη διακόσμηση χώρων, διακοσμητής 2. σκηνογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. decorateur < decorer «διακοσμώ» < λατ. decoro «κοσμώ» < λατ. decus «στολίδι»] …