διακοσμητής

  • 31Φοντάνα, Πρόσπερο — (Fontana, Μπολόνια 1512 – 1597). Ιταλός ζωγράφος, τοιχογράφος και διακοσμητής. Διδάχτηκε τη ζωγραφική τέχνη στη γενέτειρά του, ακολουθώντας το μανιεριστικό στιλ των Τιμπάλντι και Βαζάρι. Εργάστηκε επίσης στη Γένοβα (1527) με συνεργάτη τον Περίν… …

    Dictionary of Greek

  • 32Φοντεμπάσο, Φραντσέσκο — (Fontebasso, Βενετία 1709 – 1768). Ιταλός ζωγράφος και χαράκτης. Ήταν μαθητής του Σεβαστιανού Ρίτσι. Θεωρείται μοναδικός διακοσμητής αγίων τραπεζών, ζωγράφιζε όμως και ιστορικές και μυθολογικές συνθέσεις. Το 1736 37 διακόσμησε την εκκλησία του… …

    Dictionary of Greek

  • 33Φράνκο, Μπατίστα, ο επιλεγόμενος Σαμολέι — (Franco, Βενετία 1498 – 1561). Ιταλός ζωγράφος και χαράκτης. Μορφώθηκε μελετώντας τα έργα του Μιχαήλ Aγγέλου και παρέμεινε για πολλά χρόνια στη Φλωρεντία. Εκεί ζωγράφισε τις τοιχογραφίες του ανακτόρου Πίτι (Αλληγορία της μάχης του Μοντεμούρλο… …

    Dictionary of Greek

  • 34ԶԱՐԴԱՐԻՉ — (րչի, չաց.) NBH 1 0719 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 11c, 12c ա. διακοσμητής ornator Որ զարդարէ. զարդարօղ. *Արծնելն եւ նկարելն՝ այն՝ ʼի զարդարիչ անդր հայի. ՟Բ. Մակ. ՟Բ. 30: *Սիրեն՝ որք յումեքէն են կերպարանեալ, զզարդարիչն խոստովանել …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)