διακονήματα
1διακονήματα — διᾱκονήματα , διακόνημα servants business neut nom/voc/acc pl …
2διακόνημα — το (AM διακόνημα) [διακονώ] 1. υπηρεσία που προσφέρει ένας κατώτερος προς έναν ανώτερο ή ένας νεώτερος σε έναν μεγαλύτερο μσν. νεοελλ. υπηρεσία που εκτελεί καλόγηρος για ορισμένο χρονικό διάστημα αρχ. 1. υπηρεσία υποδεέστερης σημασίας 2. ιερατικό …