διαιτητικός
1διαιτητικός — of masc nom sg …
2διαιτητικός — ή, ό (Α διαιτητικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή που αναφέρεται στη διαιτησία ή στον διαιτητή 2. ο σχετικός με τη δίαιτα («διαιτητική αγωγή») 3. ο σχετικός με τη διατροφή («η διαιτητική τού ανθρώπου») νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η διαιτητική α)… …
3διαιτητικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη δίαιτα. 2. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο διαιτητή: Τελικά το πρόβλημα ήταν διαιτητικό και όχι του αθλητή …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4διαιτητικά — διαιτητικός of neut nom/voc/acc pl διαιτητικά̱ , διαιτητικός of fem nom/voc/acc dual διαιτητικά̱ , διαιτητικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5διαιτητικῶν — διαιτητικός of fem gen pl διαιτητικός of masc/neut gen pl …
6διαιτητικόν — διαιτητικός of masc acc sg διαιτητικός of neut nom/voc/acc sg …
7διαιτητικοῦ — διαιτητικός of masc/neut gen sg …
8διαιτητικούς — διαιτητικός of masc acc pl …
9διαιτητικῆς — διαιτητικός of fem gen sg (attic epic ionic) …
10διαιτητικῇ — διαιτητικός of fem dat sg (attic epic ionic) …
- 1
- 2