Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

διαζευγμένος

См. также в других словарях:

  • διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… …   Dictionary of Greek

  • ζωντανοχωριστός — ή και ζωντανοχωρισμένος, η χωρισμένος ζωντανός, διαζευγμένος (ή διαζευγμένη) από την (ή τον) σύζυγο του (της) που ζει ακόμη, ζωντοχήρος, ζωντοχήρα …   Dictionary of Greek

  • ζωντοχήρος — α, θηλ. και ζωντόχηρα χωρισμένος από τη γυναίκα του, διαζευγμένος από τη ζωντανή ακόμη γυναίκα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ζων (γεν. ζώντος) του ζω* + χήρος] …   Dictionary of Greek

  • χωρίζω — ΝΜΑ 1. θέτω χωριστά, απομακρύνω κάποιον ή κάτι από άλλους ή άλλα (α. «χώρισα τα παιδιά για να μην τσακώνονται» β. «χωρίζουσι δ ἀλλήλων λόγους», Ευρ.) 2. διασπώ κάτι το ενιαίο, διαιρώ (α. «δεν μπορείς να χωρίσεις το σώμα από την ψυχή» β. «χώρισε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»