διαδέρκομαι
1διαδέρκομαι — (Α) [δέρκομαι] 1. βλέπω κάτι μέσα από κάτι άλλο 2. διαβλέπω, διακρίνω …
2διέδρακεν — διαδέρκομαι see aor ind act 3rd sg διαδέρκομαι see aor ind pass 3rd pl (epic) …
3διαδέρκεται — διαδέρκομαι see pres ind mid 3rd sg …
4διεδέρκετο — διαδέρκομαι see imperf ind mid 3rd sg …
5δέρκομαι — και δερκιάομαι (Α) 1. βλέπω καθαρά 2. βλέπω, παρατηρώ κάποιον ή κάτι («...δερκομένοισι Τρῶας» ενώ παρατηρούσαν τους Τρώες) 3. διακρίνω, αισθάνομαι («κτύπον δέδορκα») 4. (για την Τύχη) προσβλέπω με εύνοια, ρίχνω ευνοϊκή ματιά 5. (για το φως)… …
6διαδράκοι — διαδράκοῑ , διαδέρκομαι see aor opt act 3rd sg …