διαδρομή

  • 91Καρδούχοι — Αρχαίος λαός, που κατοικούσε σε μια ορεινή περιοχή μεταξύ Αρμενίας και Ασσυρίας, η οποία ταυτίζεται από πολλούς με τον τόπο όπου σήμερα είναι εγκατεστημένοι οι Κούρδοι. Πολεμικός λαός, οι Κ. ήταν επιδέξιοι τοξότες και μεταχειρίζονταν μακριά βέλη …

    Dictionary of Greek

  • 92άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …

    Dictionary of Greek

  • 93άξιος — Ποταμός τηςΜακεδονίας με συνολικό μήκος 410 χλμ., από τα οποία τα 80 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος, και λεκάνη απορροής 22.250 τ. χλμ., από τα οποία 2.300 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος. Πηγάζει από το όρος Σκάρδος, στα Α των συνόρων Αλβανίας και… …

    Dictionary of Greek

  • 94ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… …

    Dictionary of Greek

  • 95αγωγιμότητα — Η ιδιότητα ορισμένων σωμάτων να μεταφέρουντον ηλεκτρισμό ή τη θέρμανση.ειδική. α.Το αντίστροφο της ειδικής αντίστασης. Αναφέρεται στο υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένος ένας αγωγός και μετριέται σε μονάδες Ω 1 · mm 2 · m ή S · mm 2 · m,… …

    Dictionary of Greek

  • 96αγωγός — Το υλικό σώμα που διευκολύνει τη ροή ενός ρευστού ή τη διοχέτευση ενέργειας (βλ. λ. αγωγιμότητα, ηλεκτρισμός, ρευστό, ροή, υδραυλική).α. αναρρόφησης.Στοιχείο της αντλίας (βλ. λ.).α. ηλεκτρικός.Το υλικό σώμα μέσα στο οποίο κινούνται τα ηλεκτρικά… …

    Dictionary of Greek

  • 97αερομοντελισμός — Τεχνική κατασκευής και χρησιμοποίησης αερομοντέλων, δηλαδή μικρών ομοιωμάτων πτητικών συσκευών, τα οποία μπορεί να είναι είτε στατικά, με πιστά αντίγραφα πραγματικών αεροσκαφών σε όλες τις λεπτομέρειες, είτε, το συνηθέστερο, ιπτάμενα. Τα ιπτάμενα …

    Dictionary of Greek

  • 98αλλοτρίωση — Διαδικασία κατά τη διαδρομή της οποίας εκείνο που ανήκει πρωταρχικά στον άνθρωπο και είναι έργο του γίνεται ξένο και εξωτερικό γι’ αυτόν τον ίδιο και καταλήγει να τον εξουσιάσει και να τον υποδουλώσει. Τον όρο α. εισήγαγε στη φιλοσοφία ο Χέγκελ… …

    Dictionary of Greek

  • 99αμαξάδα — η 1. διαδρομή επάνω σε άμαξα, περίπατος με άμαξα 2. (συνήθ. ως επίρρ.) επάνω σε άμαξα, με άμαξα «πήγαμε κι ήρθαμε αμαξάδα». [ΕΤΥΜΟΛ. < άμαξα + παραγ. κατάλ. άδα] …

    Dictionary of Greek

  • 100αμαξιά — Αρχαία πόλη και λιμάνι της Κιλικίας, στους πρόποδες του Ταύρου. Τα δάση της περιοχής είχαν εκχωρηθεί από τον Αντώνιο στην Κλεοπάτρα για να ναυπηγήσει τον στόλο της. * * * η 1. φορτίο που χωράει ή μεταφέρεται σε μία μόνο άμαξα 2. διαδρομή φορτηγού …

    Dictionary of Greek