διαδρομή
1διαδρομῇ — διαδρομή running to and fro through fem dat sg (attic epic ionic) …
2διαδρομή — running to and fro through fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3διαδρομή — η (AM διαδρομή) 1. το να διατρέχει κανείς ή κάτι, ορισμένο τοπικό ή χρονικό διάστημα 2. το μεταξύ δύο σημείων τοπικό ή χρονικό διάστημα νεοελλ. 1. σύντομο ταξίδι αναψυχής με πλοίο 2. ο χρόνος που διατέθηκε γι αυτό το ταξίδι αναψυχής αρχ. 1.… …
4διαδρομή — η η πορεία από ένα σημείο σε άλλο, η απόσταση μεταξύ τους: Χρειάζομαι μισή ώρα, για να καλύψω αυτή τη διαδρομή με το αυτοκίνητο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5διαδρομαῖς — διαδρομή running to and fro through fem dat pl …
6διαδρομαί — διαδρομή running to and fro through fem nom/voc pl …
7διαδρομᾶν — διαδρομή running to and fro through fem gen pl (doric aeolic) …
8διαδρομῆς — διαδρομή running to and fro through fem gen sg (attic epic ionic) …
9διαδρομήν — διαδρομή running to and fro through fem acc sg (attic epic ionic) …
10διαδρομῶν — διαδρομή running to and fro through fem gen pl …