διαδοχή
1διαδοχῇ — διαδοχή taking over from fem dat sg (attic epic ionic) …
2διαδοχή — taking over from fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3διαδοχή — η (AM διαδοχή) 1. η ανάληψη κάποιας θέσης από άλλον 2. η άνοδος κάποιου στον θρόνο, στον οποίο διαδέχεται τον προκάτοχο του 3. επάλληλη τάξη ή σειρά προσώπων, γεγονότων, πραγμάτων 4. συρροή, συχνότητα 5. επέλευση, επακολούθηση 6. φρ. «κατὰ… …
4κληρονομική διαδοχή — Αλλαγή συνόλου σχέσεων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ενός ατόμου μετά τον θάνατό του. Το νέο πρόσωπο είναι ο κληρονόμος, το παλιό ο κληρονομούμενος και το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων η κληρονομιά. Ο κληρονόμος συνήθως είναι καθολικός… …
5διαδοχῆι — διαδοχῇ , διαδοχή taking over from fem dat sg (attic epic ionic) …
6διαδοχαῖς — διαδοχή taking over from fem dat pl …
7διαδοχαῖσιν — διαδοχή taking over from fem dat pl (epic ionic aeolic) …
8διαδοχαί — διαδοχή taking over from fem nom/voc pl …
9διαδοχῆς — διαδοχή taking over from fem gen sg (attic epic ionic) …
10διαδοχήν — διαδοχή taking over from fem acc sg (attic epic ionic) …