διαβάθρα
1διαβάθρα — διαβάθρᾱ , διαβάθρα ladder fem nom/voc/acc dual διαβάθρᾱ , διαβάθρα ladder fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2διαβάθρᾳ — διαβάθραι , διαβάθρα ladder fem nom/voc pl διαβάθρᾱͅ , διαβάθρα ladder fem dat sg (attic doric aeolic) …
3διαβάθρα — η (Α διαβάθρα) σανίδα ή σκάλα επικοινωνίας πλοίου με την ξηρά …
4διαβάθρα — η σανίδα ή πρόχειρη σκάλα που ενώνει το πλοίο με την ξηρά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5διάβαθρα — διάβαθρον slipper neut nom/voc/acc pl …
6διαβάθρας — διαβάθρᾱς , διαβάθρα ladder fem acc pl διαβάθρᾱς , διαβάθρα ladder fem gen sg (attic doric aeolic) …
7διαβάθραι — διαβάθρα ladder fem nom/voc pl διαβάθρᾱͅ , διαβάθρα ladder fem dat sg (attic doric aeolic) …
8διαβάθραν — διαβάθρᾱν , διαβάθρα ladder fem acc sg (attic doric aeolic) …
9διαβαθρῶν — διαβάθρα ladder fem gen pl …
10διαβάθραις — διαβάθρα ladder fem dat pl …
- 1
- 2