-
1 клевета
клевет||аж ἡ συκοφαντία, ἡ συκοφάν-τηση [-ις1, ἡ διαβολή, ἡ ἀβανιά. -
2 поклеп
поклепм разг ἡ διαβολή, ἡ συκοφαντία, ἡ ἀβανιά. -
3 ябедничество
ябед||ничествос ἡ διαβολή, ἡ κατάδοση / ἡ μαρτυρία (в школе). -
4 наговор
-а α.1. κατηγορία, διαβολή, συκοφαντία, κακολογία.2. ξόρκια, -ισμα, (ε)ξορ-κισμός• μάγια. -
5 наклёп
-а α. παλ.διαβολή, κακολογία, δυσφήμηση συκοφαντία. -
6 напраслина
-ы θ.αδικόβγαλμα, διαβολή, συκοφαντία•вобвести -у αδικοβγάζω, διαβάλλω, συκοφαντώ.
-
7 насказ
-а α. παλ.διαβολή• κουτσομπολιό. -
8 обнос
-а α.1. περίφραξη, περιτοίχιση.2. κακολογία, δυσφήμηση• διαβολή. -
9 оговор
-а α.διαβολή, κακολογία, συκοφαντία• ρετσινιά. -
10 поклёп
-а α.συκοφαντία, διαβολή, αβαν ιά, ρετσινιά.
См. также в других словарях:
διαβολῇ — διαβολή false accusation fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβολή — false accusation fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβολή — η (AM διαβολή) συκοφαντία, ψευδής κατηγορία αρχ. 1. έριδα, αποστροφή, εχθρότητα 2. δόλος, εξαπάτηση 3. κατηγορία … Dictionary of Greek
διαβολή — η ψεύτικη και προσβλητική κατηγόρια, η συκοφαντία, η δυσφήμηση: Προσπαθεί να πάρει τη θέση μειώνοντας τους συναδέλφους του με διαβολές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαβολῆι — διαβολῇ , διαβολή false accusation fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβολαῖς — διαβολή false accusation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβολαῖσι — διαβολή false accusation fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβολαί — διαβολή false accusation fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβολῆς — διαβολή false accusation fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβολήν — διαβολή false accusation fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβολῶν — διαβολή false accusation fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)