διαβεβαιώνω

  • 1διαβεβαιώνω — διαβεβαιώνω, διαβεβαίωσα βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: διαβεβαιώνω : χρησιμοποιείται μερικές φορές, κυρίως στο α ενικό πρόσωπο, ο λόγιος τύπος διαβεβαιώ (κατά το πληρώ, βλ. πίν. 197 ) …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • 2διαβεβαιώνω — (AM διαβεβαιῶ) 1. βεβαιώνω ρητά, επιβεβαιώνω κάτι 2. βεβαιώνω κάτι με πειστικότητα 3. υπόσχομαι με βεβαιότητα αρχ. (συνήθ. το μέσ. ως αποθ.) διαβεβαιοῦμαι βεβαιώνω με επιμονή, υποστηρίζω κάτι ως βέβαιο και αναμφισβήτητο …

    Dictionary of Greek

  • 3διαβεβαιώνω — διαβεβαίωσα, διαβεβαιώθηκα, διαβεβαιωμένος, υπόσχομαι και υποστηρίζω ότι κάτι είναι αληθινό με βεβαιότητα: Οι γιατροί μάς διαβεβαίωσαν ότι ο άρρωστος θα γινόταν καλά …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 4έντιμος — (6ος; αι. π. Χ.). Ένας από τους οικιστές της Γέλας, στη Σικελία. Ήταν αρχηγός των Κρητών και ταξίδεψε μαζί με τον Ρόδιο Αντίφημο, 45 χρόνια μετά την κτίση των Συρακουσών. * * * η, ο (AM ἔντιμος, ον) Ι. αυτός τον οποίο τιμούν και επαινούν νεοελλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 5αδιαβεβαίωτος — η, ο (Α ἀδιαβεβαίωτος, ον) [διαβεβαιώνω] αυτός που δεν διαβεβαιώθηκε, για τον οποίο δεν υπάρχει βεβαιότητα, ανεξακρίβωτος, αμφίβολος …

    Dictionary of Greek

  • 6γκαραντί — εγγύηση, εγγυημένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. garanti Ι (μτχ. τού garantir «πιστοποιώ, διαβεβαιώνω»)] …

    Dictionary of Greek

  • 7διαβεβαιώ — ( όω) βλ. διαβεβαιώνω …

    Dictionary of Greek

  • 8διαμαρτύρομαι — (AM διαμαρτύρομαι) [μαρτύρομαι] 1. διατυπώνω προφορική ή γραπτή ένσταση για λόγια ή πράξεις άλλου ή άλλων, που, κατά τη γνώμη μου, με ζημίωσαν ηθικά ή υλικά 2. εξανίσταμαι, εξεγείρομαι, ξεσπώ σε διαμαρτυρίες αρχ. 1. επικαλούμαι ως μάρτυρες θεούς… …

    Dictionary of Greek

  • 9εγγυώμαι — και εγγυούμαι (AM ἐγγυῶ, άω Μ και ἐγγυοῡμαι και ἐγγυώνω) δίνω ενέχυρο ή εγγύηση αρχ. 1. μνηστεύω, αρραβωνιάζω την κόρη μου 2. υπόσχομαι, διαβεβαιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. εγγυώ θεωρήθηκε είτε παράλληλος τ. τού εγγύη* είτε παράγωγο αυτού] …

    Dictionary of Greek

  • 10επαγγέλλω — (AM ἐπαγγέλλω) [αγγέλλω] 1. μέσ. υπόσχομαι κάτι χωρίς να μού τό ζητήσουν, προσφέρω («καί σφι προσελθοῡσι ἐπηγγείλατο καταγωγήν καὶ ξείνια», Ηρόδ.) 2. μέσ. καταγίνομαι, ασχολούμαι με κάτι, ασκώ βιοποριστικό επάγγελμα (α. «επαγγέλλεται τον γιατρό»… …

    Dictionary of Greek