Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

διαβάζω

  • 1 διαβάζω

    [дьявазо]/?. читать,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διαβάζω

  • 2 читать

    ρ.δ., μτχ. ενστ. читающий, παθ. μτχ. ενστ. читаемый, βρ: -таем, -а, -о παθ. μτχ. παρλθ. χρ. читанный, βρ: -тан, -а, -о.
    1. διαβάζω, αναγι(γ)νώσκω•

    читать газету διαβάζω εφημερίδα•

    читать книгу διαβάζω το βιβλίο•

    он не умеет читать αυτός δεν ξέρει να διαβάζει•

    читать вслух διαβάζω φωναχτά•

    читать по слогам διαβάζω συλλαβιστά•

    читать про себя διαβάζω με το νου μου•

    читать бегло διαβάζω ελεύθερα, φευγαλέα.

    2. κατανοώ, καταλαβαίνω (παρατηρώντας σχήματα, σημάδια)•

    читать чертежи διαβάζω τα σχέδια•

    читать ноты διαβάζω τις νότες.

    3. διαγιγνώσκω, διαβλέπω, διορώ•

    читать мысли διαβάζω τις σκέψεις.

    4. απαγγέλλω•

    читать стих απαγγέλλω ποίημα.

    || κηρύσσω• κάνω διάλεξη, μιλώ. || διδάσκω•

    он -ет в институте αυτός διδάσκει στο Ινστιτούτο.

    εκφρ.
    читать наставления ή правоучния, нотации) – νουθετώ, συνετίζω, κατηχώ, διαβάζω, παραινώ.
    διαβάζομαι•

    надпись -ется с трудом η επιγραφή διαβάζεται με δυσκολία (είναι δυσανάγνωστη)•

    роман –ется всеми το μυθιστόρημα διαβάζεται απ όλους•έχω διάθεση για διάβασμα•

    мне что-то не -ется κάπως δεν έχω διάθεση για διάβασμα.

    || διαγιγνώσκομαι, διαφαίνομαι, διαβλεπομαι.

    Большой русско-греческий словарь > читать

  • 3 читать

    чита||ть
    несов
    1. διαβάζω, ἀναγι(γ)νώ-σκω:
    \читать вслух διαβάζω δυνατά· \читать про себя διαβάζω μέ τόν νοῦ μού· \читать по слогам συλλαβίζω· бегло \читать διαβάζω ἐλεύθερα· \читать с листа муз. διαβάζω μουσική·
    2. (слушателям) ἀπαγγέλλω:
    \читать стихи ἀπαγγέλλω στίχους· -\читать доклад βγάζω λόγο· \читать лекции а) παραδίδω μαθήματα (в учебных заведениях), б) κάνω διαλέξεις (научно-популярные)· ◊ \читать ноти́ции μαλ-λώνω κάποιον, ἐπιπλήττω· \читать на чьем-л. лице... διαβάζω στό πρόσωπο κάποιου...· \читать мысли διαβάζω τίς σκέψεις κάποιου· \читать между строк διαβάζω μεταξύ τῶν γραμμών.

    Русско-новогреческий словарь > читать

  • 4 начитать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. начитанный, βρ: -тан, -а, -о
    διαβάζω, μελετώ πολύ. || παλ. μαθαίνω διαβάζοντας.
    διαβάζω πολλά•

    начитать много стихов διαβάζω πολλά ποιήματα.

    || χορταίνω να διαβάζω•

    начитать не могу δε χορταίνω να διαβάζω.

    Большой русско-греческий словарь > начитать

  • 5 дочитать

    ρ.σ.μ. αποδιαβάζω, τελειώνω το διάβασμα• διαβάζω ως ένα σημείο.
    διαβάζω ώσπου•

    дочитать до головной боли διαβάζω ώσπου μου πονά το κεφάλι.

    Большой русско-греческий словарь > дочитать

  • 6 зачитать

    ρ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. зачитанный, βρ: -тан, -а, -о.
    1. διαβάζω φωναχτά, εις υπήκοον•

    зачитать приказ διαβάζω διαταγή.

    2. καταστρέφω από το πολύ διάβασμα•

    письмо было зачитано до дыр το γράμμα τρύπησε από το πολύ διάβασμα.

    3. ιδιοποιούμαι βιβλίο.
    4. καταπονώ με το πολύ διάβασμα.
    5. αρχίζω να διαβάζω.
    1. ξεχνιέμαι διαβάζοντας.
    2. παραδιαβάζω• παθαίνω από το πολύ διάβασμα.

    Большой русско-греческий словарь > зачитать

  • 7 огласить

    -ашу, -асишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оглашенный,
    επ. -шен, -шена, -шено
    ρ.σ.μ.
    1. (αν)αγγέλλω, ανακοινώνω φωναχτά• διαβάζω σε υπήκοον•

    огласить приговор διαβάζω την απόφαση του δικαστηρίου•

    огласить приказ διαβάζω τη διαταγή.

    2. παλ. κοινολογώ, διαδίδω, διαλαλώ, διατυμπανίζω. || δημοσιεύω.
    3. φωνάζω, ηχώ βροντοφωνάζω.
    γεμίζω με φωνές, ήχους. || παλ. κοινολογούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. (2 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > огласить

  • 8 почитать

    ρ.σ.μ. διαβάζω. || διαβάζω λίγο.
    διαβάζω.
    ρ.δ.
    βλ. почесть 1.
    παλ. θεωρούμαι, εκλαμβάνομαι, λογίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > почитать

  • 9 вслух

    вслух φωναχτά; читать \вслух διαβάζω φωναχτά
    * * *

    чита́ть вслух — διαβάζω φωναχτά

    Русско-греческий словарь > вслух

  • 10 читать

    читать διαβάζω; \читать лекцию κάνω διάλεξη
    * * *

    чита́ть ле́кцию — κάνω διάλεξη

    Русско-греческий словарь > читать

  • 11 бегло

    бе́гл||о
    нареч
    1. (быстро, легко) γρήγορα, μέ εὐχέρεια:
    \бегло читать (говорить) διαβάζω (или μιλώ) ἐλεύθερα;
    2. (поверхностно) βιαστικά, πρόχειρα:
    \бегло просмотреть книгу διαβάζω βιαστικά, ξεφυλλίζω τό βιβλίο.

    Русско-новогреческий словарь > бегло

  • 12 вычитать

    вычитать I
    несов
    1. мат ἀφαιρώ, βγάζω, ὑφαιρῶ·
    2. (удерживать) κρατώ, κάνω κράτηση.
    вычитать II
    сов, вычитывать несов
    1. узнавать при чтении) διαβάζω κάπου или βρίσκω κάπου γραμμένο):
    \вычитать из газет διαβάζω στήν ἐφημερίδα·
    2. (рукопись) παραβάλλω, ἐλέγχω (τό χειρόγραφο).

    Русско-новогреческий словарь > вычитать

  • 13 дочитать

    дочитать
    сов, дочитывать несов τελειώνω τό διάβασμα, διαβάζω ὡς τό τέλος:
    \дочитать книгу τελειώνω τό βιβλίο· \дочитать (письмо) до середины διαβάζω (τό γράμμα) ὡς τή μέση.

    Русско-новогреческий словарь > дочитать

  • 14 начитаться

    начитаться
    сов διαβάζω πολύ, κουράζομαι ἀπό τό διάβασμα:
    вдоволь \начитаться χορταίνω νά διαβάζω.

    Русско-новогреческий словарь > начитаться

  • 15 подчитать

    ρ.σ.μ.
    1. διαβάζω λίγο, συμπληρωματικά.
    2. διαβάζω φωναχτά (για διόρθωση στο κείμενο).

    Большой русско-греческий словарь > подчитать

  • 16 произнести

    -несу, -несёшь, παρλθ. χρ. произнёс
    -несла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. произнесённый, βρ: -сён, -сена, -сено
    ρ.σ.μ.
    1. προφέρω•

    произнести гласный звук «А» προφέρω το φωνήεν «α».

    2. εκφέρω, λέγω•

    в гостях он не -с ни слова όταν ήμασταν καλεσμένοι, αυτός δε μίλησε καθόλου, δεν έβγαλε ούτε λέξη•

    произнести тост προσφωνώ κατά την πρόποση.

    3. ανακοινώνω, διαβάζω φωναχτά, με έμφαση•

    произнести выговор διαβάζω τη δικαστική απόφαση.

    Большой русско-греческий словарь > произнести

  • 17 слог

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > слог

  • 18 читать

    1. (книгу, статью, чертёж) διαβάζω 2. (декламировать) απαγγέλλω 3. (лек-цию) κάνω διάλεξη.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > читать

  • 19 вчитаться

    вчитаться
    сов, вчитываться несов διαβάζω προσεκτικά, ἐμβαθύνω στό διάβασμα.

    Русско-новогреческий словарь > вчитаться

  • 20 запой

    запо||й
    м ἡ διψομανία, τό συνεχές μεθύσι:
    страдать \запойем πάσχω ἀπό διψομανία· ◊ читать \запойем διαβάζω μονοκοπανιά.

    Русско-новогреческий словарь > запой

См. также в других словарях:

  • διαβάζω — διαβάζω, διάβασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διαβάζω — (Μ διαβάζω) Ι. 1. αναγνωρίζω γραπτά σύμβολα 2. (για ιερείς) απαγγέλλω λειτουργικό κείμενο νεοελλ. 1. κάνω ανάγνωση ενός κειμένου είτε νοερά είτε με απαγγελία 2. μελετώ 3. διδάσκω σε κάποιον ανάγνωση 4. προγυμνάζω μαθητή 5. συμβουλεύω, νουθετώ 6.… …   Dictionary of Greek

  • διαβάζω — διάβασα, διαβάστηκα, διαβασμένος 1. γνωρίζω ανάγνωση: Έμαθε να διαβάζει στο δημοτικό. 2. μελετώ με προσεχτική ανάγνωση: Χρειάζεται πολύ διάβασμα, για να περάσει κανείς στο πανεπιστήμιο. 3. βοηθώ κάποιον να εμπεδώσει αυτό που διαβάζει, τον… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξαναδιαβάζω — διαβάζω πάλι, διαβάζω κάτι για δεύτερη φορά, επαναλαμβάνω την ανάγνωση …   Dictionary of Greek

  • αποκρυπτογραφώ — διαβάζω και ερμηνεύω κρυπτογραφικό κείμενο …   Dictionary of Greek

  • συλλαβίζω — ΝΑ [συλλαβή] νεοελλ. 1. προφέρω ή διαβάζω χωρίζοντας τις λέξεις στις συλλαβές από τις οποίες συγκροτούνται 2. διαβάζω με δυσκολία, έχω δυσχέρεια στην ανάγνωση, μόλις που γνωρίζω ανάγνωση αρχ. ενώνω τα γράμματα σε συλλαβές, προφέρω ή διαβάζω μαζί …   Dictionary of Greek

  • Neugriechische Orthographie — Die Orthographie des Neugriechischen folgt einer historischen Rechtschreibung, die mit dem seit 403 v. Chr. nahezu unveränderten griechischen Alphabet notiert wird. Sie hat bestimmte Verschriftlichungen altgriechischer Laute und Lautkombinationen …   Deutsch Wikipedia

  • απαγγέλλω — (Α ἀπαγγέλλω κ. ιων. ἀπαγγελέω) νεοελλ. 1. διαβάζω ή εκφωνώ με έντεχνο ύφος ποίημα 2. (κυρίως σε δικαστήριο) διαβάζω, εκφωνώ («απάγγειλε την κατηγορία») αρχ. (για αγγελιαφόρο) 1. μεταφέρω ειδήσεις ή μηνύματα, αναγγέλλω, γνωστοποιώ 2. φρ. «πάλιν… …   Dictionary of Greek

  • απομέσα — (τοπ. επίρρ.) 1. από μέσα, από το εσωτερικό 2. στο εσωτερικό, στη μέσα επιφάνεια 3. διαμέσου, μέσα από 4. φρ. «μιλώ ή διαβάζω απομέσα μου» μιλώ ή διαβάζω χαμηλόφωνα ή χωρίς να μιλώ καθόλου …   Dictionary of Greek

  • επαναγιγνώσκω — ἐπαναγιγνώσκω (AM) 1. διαβάζω μεγαλόφωνα («ἐπανάγνωθι τουτουὶ τοῡ νόμου τὸ τελευταῑον», Λυσ.) 2. διαβάζω από την αρχή ώς το τέλος …   Dictionary of Greek

  • προαναγι(γ)νώσκω — Α [ἀναγι(γ)νώσκω] 1. διαβάζω προηγουμένως 2. (ιδίως για δάσκαλο) διαβάζω μεγαλοφώνως μπροστά σε ακροατήριο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»