διέλκεσθαι
1διέλκεσθαι — διέλκω tear asunder pres inf mp …
2ρικνώνω — ῥικνῶ, όω, ΝΜΑ [ῥικνός] 1. κάνω κάτι να ζαρώσει, καθιστώ κάτι ρικνό, τό σκεβρώνω 2. (μέσ. και παθ.) ρικνώνομαι και ῥικνοῡμαι, όομαι α) γίνομαι ρικνός, συρρικνώνομαι, συμμαζεύομαι, συστέλλομαι β) ρυτιδώνομαι, ζαρώνω μσν. αρχ. 1. συστέλλω 2. μέσ.… …
3χλοιδώ — άω, Α (κατά τον Ησύχ.) α) «χλοιδᾱν διέλκεσθαι καὶ τρυφᾱν» β) «χλοιδῶσι, θρύπτονται». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χλιαίνω] …