διάχῠσις
1διάχυσις — diffusion fem nom sg …
2διαχύσει — διάχυσις diffusion fem nom/voc/acc dual (attic epic) διαχύσεϊ , διάχυσις diffusion fem dat sg (epic) διάχυσις diffusion fem dat sg (attic ionic) …
3διαχύσεις — διάχυσις diffusion fem nom/voc pl (attic epic) διάχυσις diffusion fem nom/acc pl (attic) …
4διαχύσεσι — διάχυσις diffusion fem dat pl …
5διαχύσεσιν — διάχυσις diffusion fem dat pl …
6διαχύσιος — διάχυσις diffusion fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …
7διάχυσιν — διάχυσις diffusion fem acc sg …
8διάχυση — Η έκχυση, η διασκόρπιση αλλά και η φθορά· η χαλάρωση ή η εύθυμη εκδήλωση. (Ιατρ.) Τεχνική για την αφαίρεση ουσιών από το αίμα με χρήση μιας μεμβράνης, μέσω της οποίας διέρχονται οι διάφορες ουσίες με διαφορετικούς ρυθμούς. Η διαδικασία… …
9ԾԱՒԱԼ — (ի, աց.) NBH 1 1013 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 13c ա. ἑκτένεια extensio διάχυσις diffusio եւն. (լծ. ընդ ճապաղ, եւ զեղումն). Սփռումն, եւ Սփռեալ ծաւալեալ. պարզուած. ընդարձակումն (ջրոյ, լուսոյ, ծայնի) եւայլն. *Ընդ յորձանս մեծապատումն… …
10ՃԱՊԱՂԻՔ — (ղեաց, կամ պաղք, ղից. գտանի եւ եզ. ճապաղի.) NBH 2 0172 Chronological Sequence: Early classical, 10c, 12c, 13c գ. διάχυσις diffusio. Ճապաղք. հեղումն եւ զեղումն կամ ուղխք արեան սպանութեամբ. ... *Սկսան կոտորել, եւ եղեն արեան ճապաղիք: Լինիցին գայլք,… …
- 1
- 2