διάτᾰσις
1διάτασις — tension fem nom sg …
2διατάσει — διάτασις tension fem nom/voc/acc dual (attic epic) διατάσεϊ , διάτασις tension fem dat sg (epic) διάτασις tension fem dat sg (attic ionic) …
3διατάσεις — διάτασις tension fem nom/voc pl (attic epic) διάτασις tension fem nom/acc pl (attic) …
4διατάσεσι — διάτασις tension fem dat pl …
5διατάσεσιν — διάτασις tension fem dat pl …
6διατάσιες — διάτασις tension fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) …
7διατάσιος — διάτασις tension fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …
8διάτασιν — διάτασις tension fem acc sg …
9διάταση — Φυσική ή τεχνητή διεύρυνση ενός ανοίγματος ή μιας σωληνοειδούς δομής του σώματος. Ονομάζεται επίσης και διαστολή (βλ. λ.). δ. μυών τενόντων. Τάση των μυών και των τενόντων τους πέρα από τα φυσικά όρια της αντοχής τους, λόγω ξαφνικής έντονης… …
10διατάσεων — διατάσεω̆ν , διάτασις tension fem gen pl …
- 1
- 2