διάτρητος
1διάτρητος — bored through masc/fem nom sg …
2διάτρητος — η, ο (AM διάτρητος, ον) [διατετραίνω] αυτός που έχει τρύπες σ’ όλη του την έκταση, κατατρυπημένος νεοελλ. φρ. «διάτρητα επιχειρήματα», «διάτρητη επιστημονική εργασία» αυτός που έχει δεχθεί επιθέσεις και έχει αντικρουστεί επιτυχώς αρχ. 1. παράθυρο …
3διάτρητος — η, ο αυτός που έχει τρύπες παντού, ο κατατρυπημένος: Το σώμα του νεκρού ήταν διάτρητο από σφαίρες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4διάτρητον — διάτρητος bored through masc/fem acc sg διάτρητος bored through neut nom/voc/acc sg …
5διατρήτοις — διάτρητος bored through masc/fem/neut dat pl …
6διατρήτους — διάτρητος bored through masc/fem acc pl …
7διατρήτων — διάτρητος bored through masc/fem/neut gen pl διατρέω run trembling about pres imperat act 3rd pl (doric aeolic) διατρέω run trembling about pres imperat act 3rd dual (doric aeolic) διατρέω run trembling about pres imperat act 3rd pl (doric… …
8διατρήτῳ — διάτρητος bored through masc/fem/neut dat sg …
9διάτρητοι — διάτρητος bored through masc/fem nom/voc pl …
10αμφιτρής — ἀμφιτρής ( ῆτος), ο, η, το (Α) [τετραίνω] 1. ο τρυπημένος από άκρη σε άκρη, διάτρητος 2. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) ἡ ἀμφιτρής (ενν. πέτρα) διάτρητος βράχος, σπηλιά με δύο εισόδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + τρης < ρίζα τρη , τέτρημαι τού ρ.… …