διάρροια
1διαρροίᾳ — διαρροίᾱͅ , διάρροια flowing through fem dat sg (attic doric aeolic) …
2διάρροια — flowing through fem nom/voc sg …
3διάρροια — Σύμπτωμα των εντερικών παθήσεων, δηλητηριάσεων ή άλλων παθολογικών καταστάσεων που συνίσταται σε χαλαρές και συχνές κενώσεις, οι οποίες μπορεί να περιέχουν μεγάλη ποσότητα νερού, αίματος, πύου, βλέννας ή λίπους. Εκτός από τις εντερικές παθήσεις… …
4διάρροια — η (ιατρ.), η ευκοιλιότητα: Πονούσε η κοιλιά του και είχε διάρροια …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5διαρροίας — διαρροίᾱς , διάρροια flowing through fem acc pl διαρροίᾱς , διάρροια flowing through fem gen sg (attic doric aeolic) …
6διαρροιῶν — διάρροια flowing through fem gen pl …
7διαρροίαις — διάρροια flowing through fem dat pl …
8διαρροίης — διάρροια flowing through fem gen sg (epic ionic) διαρρέω flow through pres opt act 2nd sg …
9διαρροίῃ — διάρροια flowing through fem dat sg (epic ionic) …
10διαρροίῃσι — διάρροια flowing through fem dat pl (epic ionic) …