διάρροια

  • 91υδραγωγός — ο, / ὑδραγωγός, όν, ΝΜΑ αυτός που μεταφέρει το νερό (α. «υδραγωγός σωλήνας» ο υδροσωλήνας β. «υδραγωγὸς σείριος», Πλούτ.) νεοελλ. (για φαρμ.) αυτός που προκαλεί έκχυση εξιδρωμάτων ή υπέρμετρη διάρροια 2. το αρσ. ως ουσ. ο υδραγωγός α) τεχνολ.… …

    Dictionary of Greek

  • 92υπαγωγή — η / ὑπαγωγή, ΝΜΑ [ὑπάγω] η κατάταξη σε μία κατηγορία ή η θέση κάποιου υπό την δικαιοδοσία άλλου (α. «υπαγωγή τής υπηρεσίας στο υπουργείο Προεδρείας» β. «τὴν ἐν τρισὶ γένεσιν ὑπαγωγήν», Απολλ. Δύσκ.) μσν. αρχ. (κατά τον Φώτ.) «ὑπαγωγή: ἡ ταῑς… …

    Dictionary of Greek

  • 93υποθερμία — (Ιατρ.). Η πτώση της θερμοκρασίας του σώματος κάτω από τα φυσιολογικά όρια. Παρατηρείται στην περίοδο της ανάρρωσης από σοβαρές παθήσεις, σε λιμό, στη χολέρα, την έντονη διάρροια των παιδιών, σε πολλών μορφών δηλητηριάσεις, στην ουραιμία, την… …

    Dictionary of Greek

  • 94υποπεριπλύνομαι — Α πάσχω από ελαφράς μορφής διάρροια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + περιπλύνω «καθαρίζω εντελώς»] …

    Dictionary of Greek

  • 95χολέρα — Βαριά, λοιμώδης, επιδημική γαστρεντερίτιδα που οφείλεται στο δονάκιο της χ. ή στο είδος δονάκιο El Tor. Εκδηλώνεται με εμέτους, επώδυνες συσπάσεις των μυών και πολλές χαρακτηριστικές υδαρείς, ορυζοειδείς κενώσεις, που οδηγούν σε έντονη αφυδάτωση …

    Dictionary of Greek

  • 96ψίλωση — η / ψίλωσις, ώσεως, ΝΜΑ [ψιλῶ / ώνω] 1. (σχετικά με έκταση) απογύμνωση από δένδρα 2. αφαίρεση τριχών, αποψίλωση, μάδημα νεοελλ. α) παθολογική πτώση τών μαλλιών, αλωπεκία β) επίμονη διάρροια νεοελλ. μσν. γραμμ. η χρήση τού ψιλού πνεύματος, τής… …

    Dictionary of Greek

  • 97ψύξη — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται οι σωματικές βλάβες, που προκαλούνται από το ψύχος. Οι βλάβες αυτές διακρίνονται σε τοπικές και σε γενικές. Οι πρώτες λέγονται συνήθως χείμεθλα ή κρυοπαγήματα. Είναι πολύ δύσκολο να προσδιοριστεί μέχρι ποιο βαθμό… …

    Dictionary of Greek

  • 98αγαρικινικό οξύ — Οργανικό οξύ, παράγωγο του κιτρικού οξέος. Αποτελεί το κύριο συστατικό του αγαρικού του λευκού, που προέρχεται από ένα είδος μύκητα, και έχει φαρμακευτικές ιδιότητες. Όταν εφαρμόζεται τοπικά, ερεθίζει τους βλεννογόνους και, όταν λαμβάνεται… …

    Dictionary of Greek

  • 99αντιβιοτικά — Οργανικέςουσίες που παράγονται από μικροοργανισμούς (μύκητες, ακτινομύκητες, σχιζομύκητες) ικανές να εμποδίζουν την ανάπτυξη των διαφόρων μικροβίων ή ακόμα και να τα σκοτώνουν. Τα α. είναι τυπικά προϊόντα δευτερογενών και μικρών μονοπατιών… …

    Dictionary of Greek

  • 100ασκαρίδες — Υπόταξη των νηματελμίνθων, με σώμα κυλινδρικό λεπτό και μυτερό στα δύο άκρα. Το στόμα τους είναι εφοδιασμένο με τρεις προεξοχές σαν χείλη. Οι α. παρασιτούν μέσα στο έντερο των θηλαστικών (η α. η σκωληκοειδής είναι παράσιτο του ανθρώπου, η α. η… …

    Dictionary of Greek