διάρροια

  • 81σύρσιμο — και σούρσιμο, το, Ν 1. το να σύρεται κάποιος ή κάτι, τράβηγμα, έλξη 2. (στον τ. σούρσιμο) διάρροια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύρω + κατάλ. σιμό (πρβλ. φέρ σιμο)] …

    Dictionary of Greek

  • 82τήκω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. τάκω Α μεταβάλλω ένα στερεό σε ρευστό με θερμότητα ή με διάλυση στο νερό, ρευστοποιώ, λειώνω (α. «ο χρυσός τήκεται σε πολύ υψηλή θερμοκρασία» β. «ἐτήκετο κασσίτερος ὥς», Ησίοδ. γ. «ἥλιος τήκει πετραίαν χιόνα», Αισχύλ.) μσν. αρχ.… …

    Dictionary of Greek

  • 83ταραχή — η, ΝΜΑ [ταράσσω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ταράσσω, διατάραξη, διασάλευση 2. ανησυχία, κυρίως ψυχική, σύγχυση (α. «η γαλήνη σας γίνεται ταραχή», Σεφέρης β. «καίπερ ἐν πολλῇ ταραχῇ καὶ φόβῳ ὄντας», Θουκ.) 3. (νεοελλ. συν. στον πληθ.)… …

    Dictionary of Greek

  • 84ταραχώδης — ες / ταραχώδης, ῶδες, ΝΑ [ταραχή] γεμάτος ταραχή, ταραγμένος (α. «έζησε μια ζωή ταραχώδη» β. «ταραχώδης ύπνος» γ. «βίος ταραχωδέστατος», Φίλ.) νεοελλ. αυτός που γίνεται με αναταραχή, με θόρυβο, θυελλώδης («ταραχώδης διάλογος») αρχ. 1. α) (για… …

    Dictionary of Greek

  • 85τριχίνη — Γένος νηματωδών σκουληκιών. Είναι παράσιτα του λεπτού εντέρου του ανθρώπου και πολλών θηλαστικών όπως ο χοίρος, το σκυλί, η γάτα, η αρκούδα. Η θηλυκή τ. κολλά με το τριχωτό της κεφάλι στο τοίχωμα του εντέρου και εκεί γεννά 200 1.500 ζωντανά νεαρά …

    Dictionary of Greek

  • 86τσίρλα — και τσέρλα, η, Ν υδαρές αποπάτημα, διάρροια. [ΕΤΥΜΟΛ. < Υποχωρητ. παρ. τού ρ. τσιρλώ] …

    Dictionary of Greek

  • 87τσιρλίζω — και τσερλίζω Ν 1. έχω διάρροια 2. βρομίζω με τσίρλες 3. μέσ. τσιρλίζομαι α) λερώνω τα ρούχα μου με τσίρλες β) μτφ. i) φοβάμαι υπερβολικά, τρομάζω ii) χαίρομαι υπερβολικά 4. παροιμ. «άβρακος βρακί δεν είχε, τό είδε και τσιρλίστηκε» λέγεται για… …

    Dictionary of Greek

  • 88τσιρλητό — το, Ν διάρροια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσιρλώ + κατάλ. ητό (πρβλ. κυνηγ ητό)] …

    Dictionary of Greek

  • 89τσιρλιάρης — α, ικο, Ν 1. αυτός που έχει συχνά διάρροια 2. μτφ. δειλός, φοβιτσιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσίρλα + κατάλ. ιάρης (πρβλ. ψωρ ιάρης)] …

    Dictionary of Greek

  • 90τσιρλιό — το, Ν διάρροια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσιρλώ + κατάλ. ιό (πρβλ. φευγ ιό: φεύγω)] …

    Dictionary of Greek