διάρροια

  • 71πολιομυελίτιδα — Νόσος λοιμώδης, η οποία οφείλεται σε ιό που προκαλεί φλεγμονή και καταστροφή της φαιάς ουσίας των μπροστινών κεράτων του νωτιαίου μυελού και έχει ως αποτέλεσμα την παράλυση και την ατροφία των εξαρτώμενων μυών. Από τους διάφορους ορολογικούς… …

    Dictionary of Greek

  • 72πορφύρα — I Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από τριχοειδείς αιμορραγίες του δέρματος, των βλεννογόνων ή του παρεγχύματος. Στο δέρμα η π. εκδηλώνεται με μικρές κόκκινες κηλίδες που δεν εξαλείφονται αν πιεστούν με γυάλινη πλάκα. Οι π. διαιρούνται σε δύο μεγάλες… …

    Dictionary of Greek

  • 73προπετής — ές, ΝΜΑ, προπέτης, θηλ. έτισσα και παλ. τ. ις, Ν μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει προκλητικό ύφος, αυθάδης, θρασύς, ιταμός (α. «οἱ θρασεῑς καὶ προπετεῑς», Αριστοτ. β. «οἱ γλώσσῃ προπετεῑς», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. αυτός που έχει κλίση, που γέρνει προς… …

    Dictionary of Greek

  • 74ροϊκός — Αρχιτέκτονας και χαλκοπλάστης από τη Σάμο. Έζησε στα μέσα του 7ου αι. και ήταν γιος του Φιλέα ή Φιλαίου. Δημιούργησε μια οικογένεια Σάμιων καλλιτεχνών, που οι πιο γνωστοί τους είναι ο γιος του Τηλεκλής και ο εγγονός του Θεόδωρος. Κατά τον Ηρόδοτο …

    Dictionary of Greek

  • 75ρυΐσκομαι — Α (απόθ.) 1. υποφέρω από διάρροια 2. παρουσιάζω τριχόπτωση 3. πιθ. ρέω, χύνομαι 4. (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως, ουσ.) ὁ ῥυϊσκόμενος ο εκτεινόμενος ή ο ρευστός. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ῥυΐσκομαι έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα ῥυF τού ῥέω* (πρβλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 76ρυαδικός — ή, όν, Α [ῥυάς, άδος] 1. (για νόσο) αυτός που εκδηλώνεται με διάρροια 2. (για ασθενή) αυτός που πάσχει από ακράτεια ούρων 3. αυτός που πάσχει από ρυάδα τών οφθαλμών …

    Dictionary of Greek

  • 77σουρντιστικός — ή, ό, Ν [σουρντίζω] αυτός που προκαλεί σούρντισμα, δηλαδή διάρροια …

    Dictionary of Greek

  • 78σούρντισμα — το, Ν [σουρντίζω] 1. διάρκεια, συνέχιση, παράταση 2. συνεκδ. διάρροια …

    Dictionary of Greek

  • 79στρογγυλίαση — η, Ν 1. (κτην.) παρασιτική νόσος τών κατοικίδιων ζώων που προκαλείται από νηματώδεις σκώληκες τής οικογένειας στρογγυλίδες και άλλων συγγενικών οικογενειών 2. φρ. α) «εντερική στρογγυλίαση» στρογγυλίαση τών ιπποειδών, που παρατηρείται κυρίως στα… …

    Dictionary of Greek

  • 80σωματοστατίνωμα — το, Ν (βιοχ.) όγκος που οφείλεται, πιθανώς, σε ανεπάρκεια τής σωματοστατίνης και που έχει ως συμπτώματα επώδυνες κράμπες τού στομαχιού, επίμονη διάρροια, ήπια ανύψωση τού επιπέδου τής γλυκόζης τού αίματος και ξαφνικό κοκκίνισμα τού δέρματος …

    Dictionary of Greek