διάρροια

  • 61λογοδιάρροια — η (Α λογοδιάρροια) ακατάσχετη φλυαρία («ἕως ἂν τῆς λογοδιαρροίας ἀπαλλαγῶμεν», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * + διάρροια (< διά + ρροια < ῥέω)] …

    Dictionary of Greek

  • 62μελαμπυρισμός — ο δηλητηρίαση από βρώση ψωμιού παρασκευασμένου από αλεύρι που προέρχεται απο σιτάρι στο οποίο έχουν αναμιχθεί σπέρματα τού φυτού μελάμπυρο, η οποία εκδηλώνεται με έντονη διάρροια, με πονοκέφαλο και ζάλη …

    Dictionary of Greek

  • 63μορφίνη — Αλκαλοειδές που περιέχεται στο όπιο στο οποίο κυριαρχεί ποσοτικά (7 17%) και ποιοτικά όσον αφορά τη δράση του. Το απομόνωσε το 1806 ο Γερμανός χημικός Φρίντριχ Βίλελμ Σέρτιρνερ (1783 1841). Ονομάστηκε μ. από το όνομα του θεού των ονείρων Μορφέα,… …

    Dictionary of Greek

  • 64ντάμπι(ν)γκ — το άκλ. 1. (οικον.) εξαγωγή και πώληση εμπορευμάτων σε ξένες χώρες σε τιμές χαμηλότερες από τις τιμές τού εσωτερικού και τις διεθνείς τιμές ή και κάτω τού κόστους, με σκοπό τον παραμερισμό τών ανταγωνιστών 2. ιατρ. σύνδρομο το οποίο κυρίως… …

    Dictionary of Greek

  • 65οξυουρίαση — (Ιατρ.). Παρασιτική νόσος, που οφείλεται στην ύπαρξη οξύουρου στο έντερο του ανθρώπου. Παρατηρείται σε όλες τις ηλικίες αλλά περισσότερο προσβάλλει τα παιδιά. Το κύριο χαρακτηριστικό της νόσου είναι η χρόνια φλεγμονή του βλεννογόνου του ορθού και …

    Dictionary of Greek

  • 66ουραιμία — (Ιατρ.). Παθολογική κατάσταση που οφείλεται στην κατακράτηση ουρίας και άλλων τοξικών ουσιών στο αίμα, επακόλουθο ανεπάρκειας της νεφρικής λειτουργίας. Είναι δυνατόν να εμφανιστεί κατά τρόπο οξύ ή να δημιουργηθεί σταδιακά ύστερα από οξέα νοσήματα …

    Dictionary of Greek

  • 67πανικός — Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν π. τον φόβο που προερχόταν από τον θεό Πάνα. Σήμερα π. λέγεται ο μεγάλος φόβος που εξαιτίας του παραλύει ο λογικός έλεγχος των πράξεων εκείνων που τους διακατέχει. Στην ψυχοπαθολογία π. λέγεται ο φόβος που παραλύει τα… …

    Dictionary of Greek

  • 68παράτυφος — (Ιατρ.). Οξεία λοιμώδης νόσος, που προκαλείται από μερικές σαλμονέλες. Οι πιο σημαντικές παρατυφικές λοιμώξεις οφείλονται στη σαλμονέλα του π. Α και Β. Η κλινική εικόνα του π. Α μοιάζει με εκείνη του τυφοειδούς πυρετού μέτριας βαρύτητας· συχνά… …

    Dictionary of Greek

  • 69περίρροια — ἡ, Α 1. η περιρροή*, η ροή από ολόγυρα 2. διάρροια, υδαρής αποπάτηση κατά τη δυσεντερία. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ρροια (< ῥοῖα < ῥέω), πρβλ. κατά ρροια] …

    Dictionary of Greek

  • 70περίρρους — ουν, και οος, οον, Α [περιρρέω] 1. αυτός που βρέχεται από παντού, περίρρυτος, περιβρεχόμενος 2. αυτός που τρέχει, που κυλά ολόγυρα, από όλα τα μέρη, που περιβρέχει κάτι 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ περίρρους α) η περιρροή* β) διάρροια, υδαρής αποπάτηση,… …

    Dictionary of Greek