διάρροια

  • 41δυσεντερία — Νόσος του παχέος εντέρου που χαρακτηρίζεται από πόνους στην κοιλιά και βλεννώδεις ή βλεννοαιματηρές κενώσεις. Τα συμπτώματα αυτά μπορεί να οφείλονται σε πολλές αιτίες, αλλά οι συνηθέστερες είναι η αμοιβάδωση του εντέρου, η ελκωτική κολίτιδα και η …

    Dictionary of Greek

  • 42δυσμηνόρροια — Επώδυνη κατάσταση που παρατηρείται σε πολλές γυναίκες στη διάρκεια της εμμηνορρυσίας. Εκτός από τους πόνους στη μέση ή στο κάτω μέρος της κοιλιάς, η γυναίκα μπορεί να παρουσιάζει συμπτώματα νευρικότητας ή κατάθλιψης. Η δ. συνοδεύεται, επίσης, από …

    Dictionary of Greek

  • 43εκτάραξις — ἐκτάραξις, η (Α) διαταραχή, διατάραξη, κίνηση («ἐκτάραξις κοιλίης» η διάρροια, Ιπποκρ.) …

    Dictionary of Greek

  • 44εκταράσσω — ἐκταράσσω αττ. τ. ἐκταράττω (Α) 1. ρίχνω σε σύγχυση, φέρνω σε ταραχή, προκαλώ ταραχή, συνταράσσω («τῆς ἐμῆς ψυχῆς δεινῶς ἐκταραττομένης», Μηναία, Ωδ. 3) 2. παθ. ιατρ. ( ομαι) (για κοιλιακή διαταραχή) έχω διάρροια …

    Dictionary of Greek

  • 45εντερόρροια — η η διάρροια …

    Dictionary of Greek

  • 46ευκοιλιότητα — η (Μ εὐκοιλιότης) [ευκοίλιος] η ιδιότητα τού ευκοίλιου νεοελλ. ιατρ. ανωμαλία τών εντερικών λειτουργιών που χαρακτηρίζεται από συχνές και υδαρείς κενώσεις, η διάρροια, η εντερόρροια …

    Dictionary of Greek

  • 47θέρισμα — το (Α θέρισμα) [θερίζω] νεοελλ. 1. ο θερισμός («το θέρισμα τού σταριού») 2. όλεθρος, καταστροφή, αποδεκατισμός 3. ακατάσχετη διάρροια αρχ. το σιτάρι που πρόκειται κάποιος να θερίσει …

    Dictionary of Greek

  • 48ιππότιλος — ἱππότιλος, ὁ (Μ) διάρροια τών ίππων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + τῑλος «υδαρή περιττώματα»] …

    Dictionary of Greek

  • 49κατάρρους — ουν (AM κατάρρους, ουν και κατάρροος, οον) [καταρρέω] το αρσ. ως ουσ. ο κατάρρους η καταρροή, το συνάχι μσν. αρχ. 1. αυτός που ρέει προς τα κάτω ορμητικά («κατάρρους Νεῑλος», Φιλόστρ.) 2. γεμάτος από χειμάρρους αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ κατάρρους,… …

    Dictionary of Greek

  • 50καταράσσω — (AM, Α αττ. τ. καταράττω) μσν. αράζω αρχ. 1. σπάζω σε πολλά κομμάτια, κατασυντρίβω («ὁ παῑς ἐμπεσὼν κατήραξε τὴν κύλικα», Ιππών.) 2. καταβάλλω, κατανικώ («κατήραξε δ εἰς θάλατταν ἅπαντας», Δημοσθ.) 3. διαταράσσω («διασείειν καὶ καταράσσειν τὰ… …

    Dictionary of Greek