διάρροια
31Rough breathing —  ̔ Rough breathing Diacritics accent acute( …
32Diarrea — (Del bajo lat. diarrhoea < gr. diarrhoia < diarrheo, fluir por todas partes.) ► sustantivo femenino 1 MEDICINA Evacuación intestinal abundante, frecuente y líquida: ■ tenía diarrea y ganas de vomitar. FRASEOLOGÍA diarrea mental coloquial… …
33άνοχος — ἄνοχος, ον (Α) 1. ο ανεκτός, ο υποφερτός 2. το ουδ. ως ουσ. η διάρροια …
34έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… …
35αδιάρροια — ἀδιάρροια, η (Α) [διάρροια] 1. επίσχεση, παύση τής διάρροιας 2. δυσκοιλιότητα …
36αϊράνι(ν) — το 1. όξινο υδατώδες υπόλειμμα τού γάλακτος μετά την αφαίρεση τού βουτύρου, ο ορός 2. ξινόγαλα αραιωμένο με νερό, γιαούρτι 3. ασβέστης αραιωμένος με νερό, γαλάκτωμα ασβέστη κατάλληλο για επίχριση 4. (μτφ. κυρίως για υφάσματα) καθετί λεπτό, ελαφρό …
37βιασμός — Έγκλημα που προσβάλλει τα ήθη και τιμωρείται από τον ποινικό κώδικα σε βαθμό κακουργήματος. Συνίσταται στον εξαναγκασμό γυναίκας να δεχτεί εξώγαμη συνουσία με τη χρήση σωματικής βίας ή απειλής σπουδαίου και άμεσου κινδύνου. Γίνεται μόνο από άνδρα …
38γαστρόρροια — η (Α γαστρόρροια) νεοελλ. βλεννώδης υπερέκκριση τού στομάχου αρχ. διάρροια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαστήρ ( στρός) + ρροια < ρoFoς ρους < ρέω] …
39δηλητηρίαση — Παθολογική κατάσταση που προκαλείται από διαλυτές ουσίες, οι οποίες ονομάζονται δηλητήρια και δρουν χημικά στους οργανικούς ιστούς, αλλοιώνοντας τη δομή τους ή διαταράσσοντας τη λειτουργία τους. Η δ. διακρίνεται σε οξεία και σε χρόνια. Η οξεία… …
40διατιλώ — διατιλῶ ( άω) (AM) έχω μυξώδες αποπάτημα, έχω διάρροια. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + τιλώ < τίλος*] …