διάρροια
111ψυχοσωματική — Τομέας της ιατρικής, που μελετά τον ρόλο των ψυχικών παραγόντων στην εμφάνιση οργανικών παθήσεων. Η επίδραση αυτή μπορεί να αφορά τόσο την αιτιολογία όσο και τη συμπτωματολογία ή τη θεραπεία πολυάριθμων φαινομένων. Μόνο κατά τον 20ό αι., ιδίως… …
112ԳԱՐԱՂՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0530 Chronological Sequence: Unknown date գ. διάρροια Profluvium ventris, fluxus ventris lubricus Խանգարումն տղեաց, որպէս որովայնալուծութիւն. փորհարութիւն. եիւրէք սիւրմէսի, իսհալ. *Իբրեւ փապստական ʼի խռովեալ քաղաքէ ʼի մարմնոյն արտաքս… …
113διαρροϊκός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τη διάρροια: Διαρροϊκά συμπτώματα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
114εντερίτιδα — η (ιατρ.), καταρροϊκή φλεγμονή του βλεννογόνου υμένα του εντέρου (ιδίως του λεπτού), που συνοδεύεται από διάρροια, πυρετό και κολικούς …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
115τσιρλιάρης, -α, -ικο — 1. που παθαίνει συχνά διάρροια, που τσιρλίζεται (βλ. λ.): Αυτός πάντα βρομάει, είναι τσιρλιάρης. 2. που είναι γεμάτος τσίρλα. 3. μτφ., δειλός, φοβητσιάρης …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
116τσιρλιό — το διάρροια, τσίρλα (βλ. λ.) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
117diarrea — (Del lat. tardío diarrhoea, y este del gr. διάρροια). f. Síntoma o fenómeno morboso que consiste en evacuaciones de vientre líquidas y frecuentes. diarrea mental. f. coloq. empanada mental …
118-rrhoea — noun combining form see rrhea * * * var. of rrhea. * * * rrhoea, rrhea formative element [ad. Gr. ρροια (as in διάρροια diarrhœa, γονόρροια gonorrhœa), f. ῥοία flux, flow], used in various medical terms, as logorrhœa, mucorrhœa …