διάρροια

  • 101βοθριοκέφαλος — Σκουλήκι που ανήκει στους πλατυέλμινθες σκώληκες και στην ομοταξία των κεστωδών ή ταινιών. Έχει μορφή επίπεδης ταινίας, μήκους 10 12 εκ. που διαιρείται σε πολλά ορθογώνια μεταμερή τμήματα, τις προγλωττίδες, που είναι ενωμένα σε μια αλυσίδα και… …

    Dictionary of Greek

  • 102γιαρδίαση — Εντερική λοίμωξη από έναν τύπο μονοκύτταρου παρασίτου (γιαρδιάλάμβλια η εντερική), που συνήθως συνοδεύεται από γαστρεντερικές ενοχλήσεις και διάρροια …

    Dictionary of Greek

  • 103δακτυλίτης — Γένος διετών ή πολυετών φυτών της οικογένειας των σκροφουλαριδών, με περίπου 25 είδη ιθαγενή της Ευρώπης, της βόρειας Αφρικής και της Ασίας. Έχουν μεγάλα, συνήθως ακέραια φύλλα, επαλλάσσοντα ή σε δέσμες, καθώς και κόκκινα, κίτρινα ή λευκά άνθη σε …

    Dictionary of Greek

  • 104ενδοτοξίνες — Δομικά συστατικά των βακτηριακών κυττάρων, που ελευθερώνονται μετά τον θάνατο και την αποδιοργάνωσή τους. Κατά συνέπεια, είναι δυνατόν να βρεθούν και σε διυλισμένα υγρά καλλιεργειών (διηθήματα). Στον οργανισμό, η απελευθέρωση των ε. γίνεται όταν… …

    Dictionary of Greek

  • 105εντεροτοξίνες — Τοξίνες που απορροφώνται από το τοίχωμα του εντέρου. Οι ε. είναι βακτηριακής προέλευσης και παράγονται ενώ τα βακτήρια ζουν και πολλαπλασιάζονται σε κάποιο τρόφιμο που έχει μολυνθεί. Στην περίπτωση αυτή, είναι δυνατόν να προσβληθεί ένας… …

    Dictionary of Greek

  • 106επινεφρίδια — Ενδοκρινείς αδένες των σπονδυλωτών. Ο άνθρωπος και τα άλλα θηλαστικά φέρουν δύο ε., από ένα, σαν κάλυμμα, στον πάνω πόλο κάθε νεφρού. Πρόκειται για αδένες σχετικά μικρούς σε όγκο, που το συνολικό τους βάρος κυμαίνεται στον άνθρωπο από 8 έως 10 γρ …

    Dictionary of Greek

  • 107κρυπτοσποριδίαση — Ευκαιριακή λοίμωξη, που προκαλεί συνήθως χρόνια διάρροια και είναι συχνή σε ασθενείς με AIDS. Η νόσος αυτοπεριορίζεται και είναι ήπια σε άτομα με φυσιολογικό ανοσοποητικό σύστημα …

    Dictionary of Greek

  • 108κυαμισμός ή κυάμωση — Οξεία αιμολυτική αναιμία, η οποία προκαλείται όταν κάποιο άτομο που εμφανίζει έλλειψη του ενζύμου G6PD καταναλώσει κουκιά ή φάβα (ακόμα και αν μυρίσει τα λουλούδια τους) ή έρθει σε επαφή με χημικές ουσίες που καταστρέφουν τα ευαίσθητα σε αυτές… …

    Dictionary of Greek

  • 109Ξινό Νερό — Μεγάλος ορεινός οικισμός (1371 κάτ., υψόμ. 650), στην επαρχία Φλώρινας, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (26 τ. χλμ., 1371 κάτ.). Κοντά στο Ξ.Ν. υπάρχουν μεγάλες πηγές. Το νερό τους είναι ιαματικό για τη χρόνια διάρροια, τη… …

    Dictionary of Greek

  • 110τύφος ή τυφοειδής πυρετός — (Ιατρ.). Οξεία λοιμώδης νόσος, που κατά μέσο όρο διαρκεί 4 5 βδομάδες, με χαρακτήρα ενδημικό επιδημικό. Πρώτη φορά την περιέγραψαν το 1659. Τον υπεύθυνο λοιμώδη παράγοντα ανακάλυψε το 1880 ο Γερμανός γιατρός μικροβιολόγος Καρλ Γιόζεφ Έμπερτ… …

    Dictionary of Greek