διάρροια
11διάρροιαι — διάρροια flowing through fem nom/voc pl …
12διάρροιαν — διάρροια flowing through fem acc sg …
13διαρροϊκός — ή, ό 1. σχετικός με διάρροια ή οφειλόμενος σε διάρροια («διαρροϊκά κόπρανα») 2. ως ουσ. αυτός που πάσχει από διάρροια …
14ροώδης — (I) ες / ῥοώδης, ῶδες, ΝΑ [ῥόος / ῥοή] νεοελλ. αυτός που έχει την ιδιότητα να ρέει, ρευστός («ροώδης μάζα») αρχ. 1. (για θάλασσα) ο κυματώδης, αυτός που ταράσσεται από ορμητικά ρεύματα («τὸ μάλιστα ῥοῶδες τού πελάγους», Αιλιαν.) 2. (για… …
15Diarrhea — For other uses, see Diarrhea (disambiguation). Diarrhea An electron micrograph …
16-ίλα — (Μ ίλα) υστερομεσαιωνική και νεοελληνική κατάλ. θηλυκών ονομάτων, χαρακτηριστική αφηρημένων (πρβλ. ανατριχ ίλα, ξεφτ ίλα) κυρίως όμως ουσιαστικών που δηλώνουν δυσάρεστη οσμή (πρβλ. ξιν ίλα, ποδαρ ίλα). Η δήλωση τής δυσάρεστης οσμής οδήγησε τον Γ …
17παραφυματίωση — (Ιατρ.). Χρόνια λοιμώδης νόσος των μηρυκαστικών, που χαρακτηρίζεται από ειδικές μεταβολές του εντέρου. Λέγεται και νόσος του Τζόουν. Είναι διαδεδομένη σε πολλές χώρες της Ευρώπης, της Αμερικής, της Αυστραλίας και της νοτιοανατολικής Ασίας.… …
18Έιτζ — (AIDS, αγγλ. αρκτικόλεξο των λέξεων Acquired Immune Deficiency Syndrome). Η διεθνής ονομασία που επικράτησε για το Σύνδρομο Επίκτητης Ανοσολογικής Ανεπάρκειας, λοιμώδη νόσο που προκαλείται από τον ιό HIV (HIV 1HIV 2), ο οποίος προσβάλλει τα… …
19μανιτάρια — Κοινή ονομασία του υπέργειου, ογκώδους, γενικά μαλακού και σαρκώδους καρποσώματος ή σποριοφόρου σώματος πολλών ανώτερων μυκήτων, το οποίο παράγεται από ένα πλούσια διακλαδιζόμενο μυκήλιο που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια του εδάφους των δασών… …
20Crasis — Sound change and alternation Metathesis Quantitative metathesis …