-
1 διάρκεια
[диаркиа] ουσ. Θ. продолжительность.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διάρκεια
-
2 время
1. (мера длительности происходящего, существующего) о χρόν/οςо καιρός, η διάρκειαс течением - ени με τον καιρό, με την πάροδο του - ου- вычисления - εκτέλεσης υπολογισμών, υπολογιστικός -гражданское - πολιτικός -, η πολιτική ώραистинное - астр. αληθής --среднее Гринвичское - см. всемирное -стояночное - οι ώρες αναμονής, η σταλία/οι στα-λίεςходовое - мор. πλεύσιμος -эфирное ο ραδιοχρόνος, η διάρκεια ραδιοεκπομπήςэфемеридное астр. - των (αστρο)εφημερίδων2. грам. о χρόνος 3. (период, эпоха) η εποχ/ήвремена года - ες του χρόνου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > время
-
3 течение
течени||ес1. (действие) ἡ ροή, ἡ πορεία:\течение мыслей ἡ ροή (или πορεία) τῶν-σκέψεων \течение болезни ἡ πορεία τής ἀρρώστιας·2. (ток, струя) τό ρέμα, τό ρεδ-μα, ὁ ροῦς:морское \течение τό θαλασσινό ρεῦμα· возду́шное \течение τό ρεδμα τοῦ ἀέρος· быстрое \течение τό δυνατό ρεδμα· плыть по \течениею прям., перен ἀκολουθώ τό ρεδμα· идти́ против \течениея прям., перен πηγαίνω ἐνάντια στό ρεδμα· вверх по \течениею ἀνάρ-ρεμα τοῦ ποταμοὔ· вниз по \течениею μέ τό ρεδμα τοῦ ποταμοῦ·3. перен (направление) τό ρεύμα; \течение в нау́ке ἐπιστημονικό ρεῦμα· ◊ в \течение ἐπί, στή διάρκεια, διαρ-κοῦντος, κατά τή διάρκεια· в \течение дня στή διάρκεια τής ήμέρας, ἐντός τής ἡμέ-ρας· в \течение месяца μέσα σ' ἐναν μήνα· с \течениеем времени μέ τό πέρασμα τοῦ χρόνου, μέ τόν καιρό· в \течение трех часов μέσα σέ τρεις ὠρες· в \течение всей беседы... σ' ὅλη τή διάρκεια τής συζήτησης... -
4 течение
-я ουδ.1. ροή, ρους, τρέξιμο•удержать течение крови σταματώ την αιματόρροια•
воды в реке ο ρους του ποταμού.
2. μτφ. αλληλοδιαδοχή•течение мысли η αλληλοδιαδοχή των σκέψεων.
3. μτφ. το πέρασμα, το διάβα•времени το πέρασμα του χρόνου.
4. (κυρλξ. κ. μτφ.)• тплое течение ζεστό ρεύμα•холодное течение ψυχρό ρεύμα•
литературное течение λογοτεχνικό ρεύμα.
εκφρ.в течение – στη διάρκεια•в течение дня – στη διάρκεια της μέρας•в течение нескольких минут – στη διάρκεια μερικών λεπτών, για λίγα• λεπτά•в течение спора – κατά τη διάρκεια της συζήτησης. -
5 долговечность
1. тех. η διάρκεια, η αντοχή, η ανθεκτικότητα 2. (в теории надёжности) η διάρκεια, η ζωήэксплуатационная - της εκμετάλλευσης/λει-τουργίας3. (способность существовать в течение продолжительного времени) η μακροβιότητα, η μακροζωία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > долговечность
-
6 повреждение
η βλάβ/η, (ухудшение, износ) η φθοράвыявлять - βρίσκω/ανιχνεύω τη -определять место - яπροσδιορίζω/βρίσκω το σημείο της - ηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > повреждение
-
7 разгрузка
1. (опорожнение) η εκφόρ-τωσ/η, το ξεφόρτωμα, το άδειασμα *во время - и στην διάρκεια της - ηςпричал для - и κρηπίδωμα/αποβάθρα για -2. (уменьшение нагрузки) η μείωση (του φορτίου) 3. (вываливание, сваливание) η απόθεση, η εναπόθεση. - в отвал - στη χωματερήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разгрузка
-
8 продолжение
продолжение с η συνέχεια, η εξακολούθηση ◇ в \продолжение... σε συνέχεια...» στη διάρκεια...·\продолжение следует ακολουθεί* * *сη συνέχεια, η εξακολούθηση••в продолже́ние... — σε συνέχεια..., στη διάρκεια…
продолже́ние сле́дует — ακολουθεί
-
9 промежуток
промежуток м в рази. знач. το διάστημα, η απόσταση* η διάρκεια (тк. о времени)* * *м в разн. знач.το διάστημα, η απόσταση; η διάρκεια (тк. о времени) -
10 протяжение
протяжение с η έκταση ◇ на \протяжениеи... σε διάρκεια...* * *сη έκταση••на протяже́нии… — σε διάρκεια…
-
11 течение
течение с το ρεύμα, το ρέμα; η πορεία (тж. перен.) по \течениею σύμφωνα με το ρεύμα; против \течениея ενάντια στο ρεύμα; ◇ с \течениеем времени με τον καιρό; в \течение... στη διάρκεια...* * *сτο ρεύμα, το ρέμα; η πορεία (тж. перен.)по тече́нию — σύμφωνα με το ρεύμα
про́тив тече́ния — ενάντια στο ρεύμα
••с тече́нием вре́мени — με τον καιρό
в тече́ние … — στη διάρκεια…
-
12 ход
ход м 1) η πορεία· η κίνηση (движение ) 2) η εξέλιξη (развитие)9 \ход событий η πορεία των γεγονότων; в \ходе переговоров στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων 3) (вход) η είσοδος; \ход со двора η είσοδος είναι από την αυλή 4) (β игре) η σειρά; шахм. η κίνηση ◇ пустить в \ход βάζω μπρος, βάζω σε κίνηση* * *м1) η πορεία; η κίνηση ( движение)2) η εξέλιξη ( развитие)ход собы́тий — η πορεία των γεγονότων
в ходе перегово́ров — στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων
3) ( вход) η είσοδοςход со двора́ — η είσοδος είναι από την αυλή
4) ( в игре) η σειρά; шахм. η κίνηση••пусти́ть в ход — βάζω μπρος, βάζω σε κίνηση
-
13 год
годм1. (промежуток времени) ὁ χρόνος, ἡ χρονιά, τό ἐτος:текущий \год τό τρέχον ἐτος, ὁ φετεινός χρόνος· бюджетный \год τό οίκονομικόν ἔτος· учебный \год τό σχολικόν ἔτος, ἡ σχολική χρονιά· високосный \год τό δίσεκτο ἐτος· урожайный \год χρόνος πλούσιας σοδειάς· времена \года οἱ ἐποχές τοῦ ἐτους' \год рождения χρόνος γέννησης, ἐτος γεννήσεως· \год смерти ἡ ἡμερομηνία θανάτού ему́ три \года εἶναι τριῶν χρονῶν (ἐτῶν)· ему́ шестнадцатый \год εἶναι δεκαέξη χρονών (ἐτών), περπατά στά δεκάξη· в будущем \году́ τοῦ χρόνου, στό ἐπόμενο ἐτος· в прошлом \году́ πέρυσι, πέρσι, τόν περασμένο χρόνο, τό παρελθόν ἐτος· в позапрошлом \году́ πρόπερσι, τό προπαρελθόν ἔτος· Два \года тому́ назад δυό χρόνια πρίν, πρό δυό ἐτῶν два \года спустя μετά ἀπό δυό χρόνια· через \год μετά ἀπό ἕνα χρόνο· около \года ἕνα χρόνο περίπού два раза в \год δυό φορές τό χρόνο, δίς τοῦ ἐτους' из \года в \год κάθε χρόνο· \год от \году ἀπό χρονιά σέ χρονιά· \год за \годом κάθε χρόνο· за \год до... ἕνα χρόνο πρίν...· в течение \года μέσα στό χρόνο, στή διάρκεια τοῦ ἔτους· по истечении \года μετά παρέλευσιν ἐτους· с этого \года ἀπό φέτος, ἀπό τούτη τή χρονιά· в том же \году́ τόν ίδιο χρόνο, τό ἰδιο ἔτος· около \года ἕνα χρόνο περίπου· за (один) \год μέσα σ' ἕνα χρόνο, στή διάρκεια ἐνός ἔτοῦς·2. \год||ы мн. (эпоха, период времени) τά χρόνια, ὁ καιρός:детские \годы τά παιδικά χρόνια· двадцатые \годы τά χρόνια 20-30, ἡ τρίτη δεκαετηρίδα· люди сороковых \годо́в ἡ γενιά τοῦ σαράντα·3. \год||ы мн. (возраст) ἡ ήλικία, τά χρόνια:он в \годах εἶναι ἡλικιωμένος· в мой \годы στήν ἡλικία μου, στά χρόνια μου· ◊ Новый \год τό νέον ἔτος, ὁ καινούριος χρόνος, ἡ πρωτοχρονιά· с Новым \годом! Καλή χρονιά!, Καλή πρωτοχρονιά!, εὐτυχές τό Νέον ἔτος!· кру́г-лый \год ὁλοχρονίς, ὅλο τό χρόνο· без \году неделя разг, ар он. πολύ λίγο διάστημα. -
14 продолжение
продолж||ениес1. ἡ συνέχεια, ἡ ἐξα-κολούθήση [-ις], ἡ συνέχιση [-ις], ἡ παράταση:\продолжение следует συνεχίζεται, ἔπεται συνέχεια·2. (стена, линии и т. п.) ἡ προέκταση [-ις]· ◊ в \продолжение στήν διάρκεια, κατά τήν διάρκειαν в \продолжение дия στήν διάρκεια τής ἡμέρας. -
15 продолжительность
продолжительностьж ἡ διάρκεια:\продолжительность рабочего дня ἡ διάρκεια τής ἐργάσιμης ἡμέρας. -
16 день
дня α.1. μέρα, ημέρα•солнечный день ηλιόλουστη μέρα•
буднишний день εργάοιμη μέρα, η καθημερινή•
рабочий день εργάσιμη μέρα•
праздничный день γιορτινή μέρα•
наступит день θά έρθει η μέρα•
следующий день η επόμενη μέρα, η επαύ-ριο•
санитарный день μέρα καθαριότητας των εδωδιμοπωλείων.
2. εικοσιτετράωρο, μερόνυχτο•он пять дней болел αυτός ήκχν άρρωστος πέντε μέρες.
3. ημερομηνία. || γιορτή•день печати μέρα του τύπου•
день радио μέρα του ραδίου•
день артиллерии μέρα του πυροβολικού•
день победы μέρα της νίκης•
день военно-морского флота μέρα του πολεμικού ναυτικού•
день рождения τα γενέθλια•
международный женский день διεθνής μέρα της γυναίκας.
4. καιρός, χρόνος, εποχή, χρονική περίοδος•в дни молодости στα νεανικά χρόνια•
в наши дни στον καιρό μας, στις μέρες μας.
|| ζωή•конец дней το τέλος των ημερών•
закат дней τό βασίλεμα της ζωής.
εκφρ.считанные дни – μετρημένες είναι οι μέρες, πλησιάζει το τέλος•чрный день – δύστυχος καιρός, μαύρες (δυστυχισμένες) μέρες•повс-тка ή порядок дня – ημερήσια διάταξη•третьего дня – προχτές•дни (чьи) сочтены – οι μέρες του είναι μετρημένες, έφτασε το τέλος•день в – ακριβώς στην καθορισμένη μέρα•день за день – μονότονα, στερεότυπα•изо дня в день – καθημερινά•ото дня – από μέρα σε μέρα (βαθμιαία)•со дня на день – α) από μέρα σε μέρα. β) μια από τις προσεχείς μέρες•на дню – παλ. στη διάρκεια της μέρας, τη μέρα•на днях – αυτές τις μέρες•не по дням, а по часам растт – με τις ώρες μεγαλώνει•скоромный день – αρτήσιμη μέρα (μη απαγόρευση κρεάτων και γαλακτερών)•постный день – νηστήσιμη μέρα•несколько дней тому назад – πριν μερικές μέρες•в назначенный – ί-την καθορισμένη μέρα•каждый день – κάθε μέρα, καθημερινά•с каждым днм – μέρα με τη μέρα, κάθε μέρα και (βαθμιαία)•в один прекрасный день – ένα ωραίο πρωί, μιά καλή μέρα•за два дня до – δυό μέρες πριν, την προπαραμονή•на другой день – την άλλη μέρα, την επαύριο•день спустя – μια μέρα μετά, υστερ' από μια μέρα•завтрашний день – η αυριανή μέρα, η αύριο•в течение сегоднящего дня – στη διάρκεια της σημερινής μέρας, όλη τη μέρα σήμερα•до сего дня ή до сегоднящего дня – μέχρι σήμερα•день на день не приходится – η μιά μέρα με την άλλη δε μοιάζει. -
17 длина
-ы θ.1. μήκος, μάκρος•меры -ы μέτρα μήκους•
длина окружности μήκος περιφέρειας•
длина пути, реки το μήκος δρόμου, ποταμού•
он растянулся во всю -у αυτός ξάπλωσε φαρδιά-πλατιά.
2. διάρκεια•длина рабочего дня διάρκεια εργατικής μέρας•
длина рассказа το μάκρος διηγήματος.
-
18 длительность
-и θ.διάρκεια•длительность рабочего дня διάρκεια της εργατικής μέρας.
-
19 продолжение
-я ουδ.1. συνέχιση, εξακολούθηση•продолжение работы συνέχιση της εργασίας.
|| συνέχεια.• продолжение в следующем номере η συνέχεια στο επόμενο νούμερο (φύλλο)•продолжение следует ακολουθεί (έπεται) συνέχεια.
2. επέκταση, επιμήκυνση• προέκταση•деревянный забор -каменной стены ο ξύλινος περίβολος είναι προέκταση του πέτρινου τοίχου.
|| παράταση•-перемирия παράταση της ανακωχής•
продолжение отпуска παράταση της άδειας.
εκφρ.в продолжение чего – κατά τη διάρκεια, στη διάρκεια, διαρκούντος, διαρκούσης•в продолжение обеда – κατά το γεύμα•в продолжение бури – διαρκούσης της θύελλας. -
20 продолжительность
-и θ.διάρκεια•продолжительность рабочего дня η διάρκεια της εργάσιμης μέρας.
См. также в других словарях:
διάρκεια — sufficiency fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάρκεια — η 1. το συνεχές και αδιάκοπο χρονικό διάστημα: Η διάρκεια της ταινίας ήταν πολύ μεγάλη. 2. η αντοχή στο χρόνο: Η μπαταρίες είχαν πολύ μεγάλη διάρκεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διάρκεια — η (AM διάρκεια) διάστημα χρόνου συνεχές και αδιάκοπο νεοελλ. 1. αντοχή, στερεότητα 2. γραμμ. α) παράταση ή συχνή επανάληψη ρηματικής ενέργειας β) ο χρόνος που απαιτείται για την εκφώνηση φωνήματος ή ομάδας φωνημάτων (για φωνήεντα ή συλλαβές… … Dictionary of Greek
διαρκείας — διαρκείᾱς , διάρκεια sufficiency fem acc pl διαρκείᾱς , διάρκεια sufficiency fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάρκειαν — διάρκεια sufficiency fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek