διάνοια
1διανοία — διανοίᾱ , διάνοια thought fem nom/voc/acc dual …
2διανοίᾳ — διανοίᾱͅ , διάνοια thought fem dat sg (attic doric aeolic) …
3διάνοια — thought fem nom/voc sg …
4διάνοια — η (AM διάνοια Α και διανοία και αιολ. τ. διανοιία) [διανοούμαι] 1. πνεύμα, νους, μυαλό 2. ικανότητα τού ανθρώπου να σκέπτεται μσν. συνήθεια αρχ. 1. λογισμός 2. ιδέα, έννοια, γνώμη 3. σημασία λέξης ή χωρίου …
5διάνοια — η η λειτουργία της σκέψης που σχετίζεται με τον τρόπο αντίληψης των αισθήσεων, το πνεύμα, ο νους: Δεν κατάλαβα ότι με κορόιδευε ούτε κατά διάνοια …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6διανοίας — διανοίᾱς , διάνοια thought fem acc pl διανοίᾱς , διάνοια thought fem gen sg (attic doric aeolic) …
7διανοίαι — διανοίᾱͅ , διάνοια thought fem dat sg (attic doric aeolic) …
8διανοίαν — διανοίᾱν , διά , ἀνά οἰάω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) διανοίᾱν , διά , ἀνά οἰάω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …
9διανοιῶν — διάνοια thought fem gen pl …
10διανοίαις — διάνοια thought fem dat pl …