διάνοια
91κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι …
92κυοφορώ — (AM κυοφορῶ, έω) [κυοφόρος] 1. έχω στην κοιλιά μου έμβρυο, εγκυμονώ, είμαι έγκυος («αὕτη ἡ νοῡσος ἐπὴν κυοφοροῡσῃ ἐγγίνηται, ἀποθνήσκει», Ιπποκρ.) 2. φέρω κάτι μέσα μου σε λανθάνουσα κατάσταση (α. «η κατάσταση κυοφορεί κινδύνους» β. «κυοφορεῑ καὶ …
93ληπτός — ληπτός, ή, όν (AM) αυτός τον οποίο μπορεί να αντιληφθεί κάποιος, αντιληπτός («λόγῳ καὶ διανοίᾳ ληπτά», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να αντιληφθεί με τις αισθήσεις, αισθητός 2. αυτός που μπορεί κανείς να τόν αποδεχθεί, αποδεκτός 3 …
94λογικό — το (AM λογικόν) (και στον πληθ. τα λογικά) 1. ο νους, η διάνοια, το πνεύμα 2. ο ορθός λόγος, η ορθή κρίση νεοελλ. φρ. α) «έχασα το λογικό μου» ή «έχασα τα λογικά μου» παραφρόνησα β) «έλα στα λογικά σου» σκέψου σωστά, λογικέψου. [ΕΤΥΜΟΛ.… …
95λογικός — ή, ό (AM λογικός, ή, όν [λόγος] 1. αυτός που έχει ορθό λόγο, σωστή κρίση, ορθή σκέψη, αυτός που σκέπτεται, μιλά ή ενεργεί ορθά (α. «λογικό ον» β. «ο πατέρας μου είναι λογικός άνθρωπος») 2. ο έλλογος, αυτός που ενέχει λογική, που γίνεται σύμφωνα… …
96μεγαλοφυΐα — η (ΑM μεγαλοφυΐα) [μεγαλοφυής] η ιδιότητα τού μεγαλοφυούς, εξαιρετικό πνεύμα, μεγάλη διάνοια, δαιμόνιος νους νεοελλ. 1. η υψηλότερη μορφή ανάπτυξης τών πνευματικών ικανοτήτων τού ατόμου, που ενσαρκώνονται σε δημιουργήματα, επιτεύγματα και… …
97μικρογνωμοσύνη — μικρογνωμοσύνη, ἡ (ΑΜ) περιορισμένη αντίληψη, περιορισμένη διάνοια, στενοκεφαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + γνωμοσύνη, μέσω ενός αμάρτυρου αρχ. τ. *μικρογνώμων] …
98μικρόνους — ουν 1. αυτός που έχει νωθρή διάνοια, ο διανοητικώς καθυστερημένος 2. αυτός που προέρχεται από μικρό νου ή αυτός που αρμόζει σε μικρό νου («μικρόνουν σχέδιο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + νους (πρβλ. παρά νους). Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Δ.Γ …
99μνήμη — Όρος που υποδηλώνει τη χαρακτηριστική ιδιότητα του ανθρώπου και των ζώων να διατηρούν ίχνη (παραστάσεις) των εμπειριών τους. Γι’ αυτό η μ. εμπλέκεται στη διαδικασία της μάθησης. Η δραστηριότητα της μ. εξελίσσεται σε φάσεις που διαδέχονται η μια… …
100μυαλό — και μνυαλό, το (Μ μυαλό και μυαλόν) 1. εγκέφαλος («με αλοσκόρπιστα μυαλά», Σολωμ.) 2. ο μυελός τών οστών, το μεδούλι («αυτό το κόκαλο είναι γεμάτο μυαλό») 3. ο νωτιαίος μυελός 4. νους, κρίση, διάνοια («κοφτερό μυαλό») 5) φρόνηση, σύνεση, ευφυΐα… …